συμφράζομαι

Revision as of 15:27, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

Med., Ep. fut.

   A -άσσομαι Il.9.374: pf. ξυμπέφρασμαι S.Ant.364 (lyr.):—poet. Verb, join in considering, take counsel with, c. dat., ἑῷ συμφράσσατο θυμῷ, ὅππως . . Od.15.202; also τίς νύ τοι θεῶν συμφράσσατο βουλάς; who imparted his counsels to thee? 4.462, cf. Il.1.537, 9.374: but μῆτιν συμφράσσασθαι (sc. ἑαυτῷ) contrive a plan, Hes.Th.471; νόσων φυγὰς ξυμπέφρασται S.l.c.    II in later Prose Act. συμφράζω, mention at the same time, Str.8.6.17:—Pass., to be used in the same context with, c. dat., Gal.16.706; τὰ συμφραζόμενα the context, Plu.2.22a, Gal.16.707, 18(1).437.    2 Pass., to be synonymous with, c. dat., Aret.SD1.5.

German (Pape)

[Seite 992] (s. φράζομαι), sich berathen mit Einem, berathschlagen; ὅτι οἱ συμφράσσατο βουλὰς Θέτις, Il. 1, 537; τίς δ' αὖ τοι θεῶν συμφράσσατο βουλάς; Od. 4, 462, wer theilte dir die Rathschläge mit? οὐδέ τί οἱ βουλὰς συμφράσσομαι, οὐδὲ μὲν ἔργον, Il. 9, 374; auch ἑῷ θυμῷ, mit sich zu Rathe gehen, Od. 15, 202; μῆτιν συμφράσσασθαι, zusammen einen Rath ersinnen, Hes. Th. 471; νόσων φυγὰς ξυμπέφρασται, Soph. Ant. 361; – Sp. brauchen auch das act., = mit sagen, mit ausdrücken, dah. τὰ συμφραζόμενα, pass., Plut. de aud. poet. 4.

Greek (Liddell-Scott)

συμφράζομαι: μέλλ. -άσομαι, Ἐπικ. -άσσομαι· πρκμ. συμπέφρασμαι (Σοφ. Ἀντ. 364)· Μέσ. ― Ρῆμα ποιητικ., σκέπτομαι κατ’ ἐμαυτόν, συλλογίζομαι, μετὰ δοτ., ἑῷ συμφράσσατο θυμῷ, ὅππως… Ὀδ. Ο. 202· ὡσαύτως, τίς νύ τοι θεῶν συμφράσσατο βουλάς; τίς μετέδωκε τὰς σκέψεις του εἰς σέ; τίς μετὰ σοῦ συνεσκέφθη; Ὀδ. Δ. 462, πρβλ. Ἰλ. Α. 537, Ι. 374. ― ἀλλά, μῆτιν συμφράσσασθαι (ἐξυπακ. ἑαυτῷ) ἐπινοεῖν σχέδιόν τι, μηχανᾶσθαι, Ἡσ. Θεογ. 471· νόσων φυγὰς ξυμπέφρασται Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις ἀπαντᾷ τὸ ἐνεργ. συμφράζω, μνημονεύω, ἀναφέρω συγχρόνως, Στράβ. 376. ― Παθ., Πλούτ. 2. 22Α.

English (Autenrieth)

fut. συμφράσσομαι, aor. συμφράσσατο: take or share counsel with, concert plans with, Il. 9.374, Il. 1.537; with oneself, deliberate, Od. 15.202.