ἐφοπλίζω

Revision as of 15:29, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

   A get ready, of meals, δόρπον, δεῖπνον ἐ., Il.23.55, Od.19.419; δαῖτα γέρουσιν ἐφοπλίζωμεν Il.4.344:—Med., δόρπα τ' ἐφοπλισόμεσθα we will get ready our suppers, 8.503, 9.66.    2 fit out, equip, make ready, ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν ἐφοπλίσαι Od.6.37, cf. 57, 69, Il.24.263; [νῆα] ἐφοπλίσσαντες Od.2.295: c. inf., A.R.4.1720.    3 arm against, τινά τινι Opp.C.3.244:—Med., Ἔρων ὔμμιν ἐφοπλίσομαι AP9.39 (Music.), cf. APl.4.151.9.    II Med. in prop. sense, arm oneself, ἐς ἀγῶνα Opp.H.5.617; get ready to attack, λαγωοῖς Id.C. 3.86.

German (Pape)

[Seite 1122] ausrüsten, in Stand setzen; δόρπον ἐφοπλίσσαντες Il. 23, 55; δεῖπνον ἐφοπλίσσαι Od. 19, 419; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 157; auch med., δόρπα τ' ἐφοπλισσόμεσθα Il. 9, 66; ἐφοπλίζηαι ἐδωδήν Nic. Ath. III, 126 b; ἅμαξαν ἐφοπλίσσαιτε, anschirren, Il. 24, 263; sp. D.; vom Schiffe, Od. 2, 295; νῆας Mens. Rom. (IX, 384); ὅσσα τε νηῒ ἐφοπλίσσασθαι ἔοικε Ap. Rh. 1, 332; – gegen Einen bewaffnen, τινά τινι, Opp. Cyn. 3, 244 u. a. Sp.; im med. sich gegen Einen rüsten, ihn angreifen, τινί, Opp. Cyn. 2, 673. 3, 86; auch τὸν Ἔρων ὔμμιν ἐφοπλίσομαι, = act., Plat. Ep. 30 (IX, 39).

Greek (Liddell-Scott)

ἐφοπλίζω: παρασκευάζω, ἑτοιμάζω, ἐσσυμένως ἄρα δόρπον ἐφοπλίσσαντες ἕκαστοι δαίνυντ’ Ἰλ. Ψ. 55· Αὐτόλυκος δ’ υἱοῖσιν ἐκέκλετο… δεῖπνον ἐφοπλίσσαι Ὀδ. Τ. 419· δαῖτα γέρουσιν ἐφοπλίζωμεν Ἰλ. Δ. 344· οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ, δόρπα τ’ ἐφοπλισόμεσθα Ἰλ. Θ. 503, Ι. 66· ὡσαύτως, ἡμιόνους καὶ ἅμαξαν ἐφοπλίσαι Ὀδ. Ζ. 37, πρβλ. 57, 69, Ἰλ. Ω 263· νῆα ἐφοπλίσσαντες Ὀδ. Β. 295· μετ’ ἀπαρ., Ἀπόλλ. Ρόδ. Δ. 1720 2) ὡς καὶ νῦν, ὁπλίζω τινὰ ἐναντίον τινός, τινὰ τινι Ὀππ. Κυν. 3. 244· οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσῳ, Ἔρων ὔμμιν ἐφοπλίσομαι Ἀνθ. Π. 9. 39, πρβλ. Πλαν. 151. ΙΙ. Μέσον ἐν τῇ κυρίᾳ αὐτοῦ σημασία, ὁπλίζω ἐμαυτόν, εἰς ἀγῶνα Ὀππ. Ἁλ. 5. 617: - ἑτοιμάζομαι πρὸς ἐπίθεσιν, λαγωοῖς ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 3. 86.

French (Bailly abrégé)

ao. épq. sbj. 3ᵉ pl. ἐφοπλίσσωσι, opt. 2ᵉ sg. ἐφοπλίσσειας, part. pl. ἐφοπλίσσαντες;
apprêter, préparer, acc.;
Moy. ἐφοπλίζομαι préparer pour soi, acc..
Étymologie: ἐπί, ὁπλίζω.

English (Autenrieth)

fut. -οπλίσσουσι, aor. ἐφόπλι(ς)σα, mid. aor. subj. ἐφοπλισόμεσθα: equip, get ready, mid., for oneself, νῆα, ἄμαξαν, δαῖτα, δόρπα, Od. 2.295, Od. 6.37, Θ , Il. 9.66.