πρών
English (LSJ)
ὁ, gen. πρῶνος (as pr. n., Paus.2.34.11 codd.),
A πρωνός Id.2.35.4, al. codd., AP9.328 (Damostr.); Ep. dat. pl. πρώνεσσι Q.S.4.520:—foreland, headland, Hom. only in Il., πρὼν ἰσχάνει ὕδωρ ὑλήεις 17.747: elsewh. in pl. πρώονες, 8.557, 12.282, 16.299; later, πρώονές τε καὶ χαράδραι Alcm.60.2, cf. Q.S.2.120; πρῶνες ἔξοχοι Pi.N.4.52; Λοκρῶν πρῶνες S.Tr.788; Πόσειδον, ὃς Αἰγαίου μέδεις πρῶνας Id.Fr. 371 (lyr.); ἔρημοι πρῶνες ἀνθρώπων E.Cyc.116; πορθμοῦ κάτοπτον πρῶνα, of Geraneia, A.Ag.307; ἀμφοτέρας ἅλιον πρῶνα κοινὸν αἴας, forelands on both sides of the Hellespont, Id.Pers.132 (lyr.); π. ἅλιος, of the Troad, ib.879; Δελφὸς π., of Parnassus, Pae.Delph.7:—Ep. also πρηών, ῶνος, ὡς δ' ὅτ' ἀπὸ μεγάλου πέτρη πρηῶνος ὀρούσῃ Hes.Sc. 437, cf. Nic.Al.104, D.P.116, Coluth.14,102: dat. pl. πρηόσιν Call. Dian.52: in later Prose, Ant.Lib.11.1, 23.5; also πρεών, όνος, AP6.253 (Crin.). (Orig. πρηών, όνος, whence πρεών, όνος and ῶνος, also (contr.) πρών, πρῶνος, pl. πρῶνες (then, by 'distraction' of ω and its accent, πρώονες).)
German (Pape)
[Seite 803] ῶνος, ὁ (zsgz. aus πρηών, πρηόνος), doch auch πρωνός geschrieben, Damostrat. 2 (IX, 328); von πρό abzuleiten), alles Vorragende, Vorspringende, Gipfel, Hügel, nach VLL. ὀρῶν ἐξοχαί, βουνοί; bes. ein ins Meer hineinragender Hügel, ein Vorgebirge; ὥςτε πρὼν ἰσχάνει ὕδωρ, Il. 17, 417; sonst gedehnt, σκοπιαὶ καὶ πρώονες ἄκροι, 8, 557. 16, 299; ὑψηλῶν ὀρέων κορυφὰς καὶ πρώονας ἄκρους, 12, 282; βουβόται πρῶνες ἔξοχοι, Pind. N. 4, 52; Σαρωνικοῦ πορθμοῦ κάτοπτον πρῶνα, Aesch. Ag. 289, vgl. Pers. 129, wo ἅλιος πρὼν ἀμφοτέρας κοινὸς αἴας nach der gew. Erklärung eine vorspringende Meerenge zwischen Europa u. Asien ist (vgl. 856), Schütz aber es von dem weit vorspringenden thracischen Chersones versteht, der beiden Erdtheilen gemeinsam heiße, weil er zwischen beiden so in der Mitte liege, daß er mit gleichem Recht zu Europa u. zu Asien gezogen werden könnte, schwerlich richtig; auch an die Brücke ist nicht zu denken, die von Asien nach Europa über den Hellespont geschlagen wurde; Soph. Trach. 785; Eur. Cycl. 116; Ar. Ran. 664; u. sp. D., ἀκρόλοφοι Opp. Cyn. 1, 418, Orph. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
πρών: ὁ, γεν. καὶ δοτ. πρῶνος, πρῶνι, οὐχὶ πρωνός, πρωνί, (διότι εἶναι συνῃρ. ἐκ τοῦ πρεὼν ἢ πρηὼν ἃ ἴδε), ἂν καὶ παρὰ μεταγεν. δυνάμεθα νὰ δεχθῶμεν πρωνός, οἷον ἐν Ἀνθ. Π. 9. 328· (πρό). Προεξέχον μέρος γῆς ἢ ὄρους ἐξοχή, ἢ ἀκρωτήριον, Λατ. promontorium, πρὼν ἰσχάνει ὕδωρ ὑλήεις Ἰλ. Ν. 747· πλὴν τοῦ χωρίου τούτου ἡ λέξις ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ἰλ. μόνον ἐν τῷ πληθυν. πρώονες ἐκ τοῦ ἐκτεταμένου τύπου πρώων, Θ. 557, Μ. 282, Π. 299· (οὐδέτερος τῶν τύπων τούτων ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ὀδ.· ὁ Ἡσ. (Ἀσπ. Ἡρ. 437) ἔχει πρηών)· μεθ’ Ὅμ., πρώονες καὶ χαράδραι Ἀλκμὰν 44· πρῶνες ἔξοχοι Πινδ. Ν. 4. 85· πρῶνες Λοκρῶν Σοφ. Τρ. 788· Πόσειδον, ὃς Αἰγαίου μέδεις πρῶνας ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 341· ἔρημοι πρῶνες ἀνθρώπων Εὐρ. Κύκλ. 116· - ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 132, ἀμφοτέρας ἅλιον πρῶνα κοινὸν αἴας, κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Blomf. νοεῖται ἡ γέφυρα ἥτις ἐξετείνετο ἀπὸ τῆς μιᾶς παραλίας τοῦ Ἑλλησπόντου μέχρι τῆς ἑτέρας, ἢ ἴσως ἄμεινον (κατὰ τὸν Schütz) ἡ προεξέχουσα γῆ τῆς Θρᾳκικῆς χερσονήσου· οὕτω, πρὼν ἅλιος, αὐτόθι 879, εἶναι τὸ ἀκρωτήριον τῆς Ἰωνίας τὸ ἀπέναντι τῆς Χίου (Blomf. ἐν τόπῳ), ἢ μᾶλλον ἴσως ἡ χερσόνησος τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὡς τὸ ἀκτὴ παρ’ Ἡροδ. 4. 38· περὶ τοῦ κάτοπτον πρῶν’ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 307, ἴδε ἐν λ. κάτοπτος.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
pointe de terre ; montagne, cap, promontoire.
Étymologie: contr. p. *πραϜόν, *προϜόν de πρό ; cf. πρώων.
English (Slater)
πρών
1foreland Νεοπτόλεμος δ' ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ (sc. κρατεῖ) βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον (N. 4.52)