κωμάζω
English (LSJ)
fut. -άσω [ᾰ] Pi.N.9.1, -άσομαι Id.P.9.89, AP5.63 (Asclep.), Luc.Luct.13; Dor. -άξομαι Pi.I.4(3).72: aor.
A ἐκώμᾰσα E.HF 180; poet. κώμ- Pi.N.10.35; Dor. imper. -άξατε ib.2.24: pf. κεκώμᾰκα AP5.111 (Phld.): (κῶμος):—revel, make merry, νέοι κώμαζον ὑπ' αὐλοῦ Hes.Sc.281; κωμάζοντα μετ' αὐλητῆρος ἀείδειν Thgn.1065, cf. S.Fr.764, E.Alc.815, etc.; κ. μετὰ μέθης Pl.Lg.637a; κ. καὶ παιωνίζειν D.18.287; ὀρχούμενος καὶ κ. Theopomp.Hist.153; κ. μεθ' ἡμέραν Lys. 14.25, Phld.Acad.Ind.p.47 M.; go in festal procession, Σικυωνόθεν εἰς Αἴτναν Pi.N.9.1; ὃς ἐν ταῖς πομπαῖς ἄνευ τοῦ προσώπου κ. D.19.287: metaph., νήσους κώμασον εἰς μακάρων Call.Epigr.in Berl.Sitzb.1912.548; esp. in Egypt, take part in religious processions, PGnom.200, 214 (ii A.D.): hence trans., carry images, etc., in procession, ναόν, ξόανον κ., ib.211, BGU362 vii 17 (iii A.D.):—Pass., χρὴ τὰς θεὰς κωμάζεσθαι Sammelb.421 (iii A.D.). II esp. celebrate a κῶμος in honour of the victor at the games, κ. σὺν ἑταίροις Pi.O.9.4, etc.: c. acc. cogn., ἑορτὰν κ. Id.N.11.28; τὸν καλλίνικον μετὰ θεῶν ἐκώμασεν E.HFl.c. 2 c. dat. pers., approach with a κῶμος, sing in his honour, Pi.I.7(6).20 (in fut. Med., Id.P.9.89); ἡ Ἀφροδίτη κ. παρὰ τὸν Διόνυσον Plu.Ant.26. 3 c. acc. pers., honour or celebrate him in or with the κῶμος, Pi.N.10.35, I.4(3).72; κ. Δία Τιμοδήμῳ celebrate Zeus for Timodemos' sake, Id.N.2.24. III break in upon in the manner of revellers, serenade, of lovers, Alc.56; ἐπὶ γαμετὰς γυναῖκας Is.3.14, cf. Luc.DMar.1.4; κ. ποτὶ τὰν Ἀμαρυλλίδα Theoc.3.1, cf. Ath.8.348c; παρά τινι Arr.An.7.24.4; εἴς τινα Alciphr.1.6; ἐπὶ τὰς ἑταιρίδων θύρας Ath.13.574e: generally, burst in, εἰς τόπον APl.4.102; of evil, ἄτη ἐς πόλιν ἐκώμασεν Tryph.314; θρῆνος εἰς ὑμέναιον AP7.186 (Phil.); of Alexander, καθ' ὅλης τῆς ὑφ' ἡλίῳ Him.Ecl.2.18: prov., ὗς ἐκώμασεν, 'a bull in a china-shop', Diogenian.8.60; εἰς μελίττας ἐκώμασας 'you have raised a hornet's nest about your ears', Paus.Gr.Fr.160, Zen.3.53, etc.
German (Pape)
[Seite 1543] fut. κωμάσω Pind. N. 9, 1, κωμάσομαι P. 9, 89, dor. κωμάξω, vgl. συγκωμάζω; in festlichem, lustigem Aufzuge, κῶμος, daher schwärmen, bes. von jungen Leuten, die nach einem Gastmahle mit Musik, gew. mit Flöten, unter Tanz u. Gesang durch die Stadt ziehen u. dabei allerlei Scherz u. Muthwillen treiben; ὑπ' αὐλοῦ κωμάζειν Hes. Sc. 281, wie μετ' αὐλητῆρος Theogn. 1061; auch von bacchischen Aufzügen, dem Bacchus zu Ehren einen Aufzug halten, bacchisch jubeln; übh. ein Freudenfest, ein festliches Mahl begehen, Schmaus, Musik, Tanz u. Umzüge verbunden; τὸν καλλίνικον μετὰ θεῶν ἐκώμαζε Eur. Herc. Fur. 180; καὶ ὀρχεῖσθαι Theop. Ath. VI, 260 b; κωμάσομεν Σικυώνοθε ἐς Αἴτναν Pind. N. 9, 1; κώμαζε σὺν ὕμνῳ I. 6, 20; κωμάζοντι σὺν ἑταίροις Ol. 9, 4; auch ἑορτὰν κωμάσαις N. 11, 27, das Fest feierlich begehen; τινί, Einem zu Ehren einen Umzug halten, Einem ein Ständchen bringen, I. 6, 20; auch im med., τοῖσι κωμάσομαι P. 9, 89; τινά, Einen feiern, feierlich preisen, N. 2, 24. 10, 35, im med. I. 3, 90. – Uebh. schwärmen; absolut, Eur. Alc. 818; gew. tadelnd, κωμάζοντί τινι μετὰ μέθης Plat. Legg. I, 637 a; μεθ' ἡμέραν Lys. 14, 25, wie Luc. bis accus. 16; ἐπὶ γυναῖκας Is. 3, 14; ἐν ᾑ ἑορτῇ πάντες Βαβυλώνιοι ὅλην τὴν νύκτα πίνουσι καὶ κωμάζουσιν Xen. Cyr. 7, 5, 15; ὃς ἐν ταῖς πομπαῖς ἄνευ τοῦ προσώπου κωμάζει Dem. 19, 287, vgl. 59, 33; schwärmend losgehen, mit Uebermuth, Muthwillen eindringen auf Jem., ἐπί τινα, Luc. D. mar. 1, 4; πρός τινα, Ath. VIII, 348 c; παρά τινα, Anton. 26, bes. von Liebhabern, die vor die Thür der Geliebten ziehen u. singen, ἐπὶ τὰς τῶν ἑταιρίδων θύρας ἐκώμαζεν Ath. XIII, 574 e, vgl. 585 a; κωμάσδω ποτὶ τὰν Ἀμαρυλλίδα Theocr. 3, 1; vgl. Welcker bei Jacobs Philostr. Imagg. 1, 2, p. 205. – Allgemeiner vom Herakles ἐκ πυρὸς ἐκώμασας εἰς Ὄλυμπον, du bist in den Olymp hinausgezogen, Ep. ad. 288 (Plan. 102); θρῆνος δ' εἰς ὑμέναιον ἐκώμασε Philp. 79 (VII, 186); vgl. ἄτη ἐς πόλιν Tryph. 314. – Sprichwörtlich ὗς ἐκώμασεν, nach Diog. 8, 60 ἐπὶ τῶν ἀκόσμως τι ποιούντων.
Greek (Liddell-Scott)
κωμάζω: μέλλ. -άσω, Πινδ. Ν. 9. 1· ἀλλὰ -άσομαι ὁ αὐτ. Π. 9. 156, Ἀνθ. Π. 5. 64. Λουκ.· ἀόρ. ἐκώμᾰσα, Τραγ., ποιητ. κώμ- Πινδ. Ν. 10. 65· πρκμ. κεκώμᾰκα Ἀνθ. Π. 5. 112· ― κωμάσδω, μέλλ. -άξομαι Πινδ. Ι. 3 (4) 122· ἀόρ. προστ. κωμάξατε ὁ αὐτ. Ν. 2. 38· (κῶμος). Περιέρχομαι ἐν εὐθυμίᾳ, χορεύων καὶ ᾄδων, εὐθυμῶ, «κάμνω πατινάδα», Λατ. comissari, νέοι κώμαζον ὑπ’ αὐλοῦ Ἡσίοδ. Ἀσπ. Ἡρ. 281· κωμάζοντα μετ’ αὐλητῆρος ἀείδειν Θέογν. 1061, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 703, Εὐρ. Ἄλκ. 815, κτλ.· κ. μετὰ μέθης Πλάτ. Νόμ. 637Α· κ. καὶ παιανίζειν Δημ. 321. 17· ὀρχούμενος καὶ κ. Θεόπομπ. παρ’ Ἀθην. 260Β· κ. μεθ’ ἡμέραν Λυσ. 142. 7· ― πορεύομαι ἐν πομπῇ ἑορταστικῇ, πανηγυρικῶς, κωμάσομεν παρ’ Ἀπόλλωνος Σικυώνοθε… ἐς Αἴτναν Πινδ. Ν. 9. 1· ὃς ἐν ταῖς πομπαῖς ἄνευ τοῦ προσώπου κ. Δημ. 433. 22· ἐπὶ τοῦ Ἀλεξάνδρου, καθ’ ὅλης τῆς ὑφηλίου κ. Ἱμερ. Ἐκλ. 2. 18. ΙΙ. παρὰ Πινδ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, τελῶ κῶμον εἰς τιμὴν τοῦ νικητοῦ ἐν τοῖς ἀγῶσι, λαμβάνω μέρος εἰς τοὺς τοιούτους κώμους (ἴδε κῶμος), κ. σὺν ἑταίροις Πινδ. Ο. 9. 6, κτλ.· ὡσαύτως μετὰ συστοίχου αἰτ., ἑορτὰν κ. ὁ αὐτ. ἐν Ν. 11. 36, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 180. 2) μετὰ δοτ. προσ., πλησιάζω τινὰ μετὰ κώμου, ᾄδω πρὸς τιμὴν αὐτοῦ, Πινδ. Ι. 7 (6). 27· καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. ἐν 9. 157· οὕτως, ἡ Ἀφροδίτη κ. παρὰ τὸν Διόνυσον Πλουτ. Ἀντών. 26. 3) μετ’ αἰτ. προσ., τιμῶ, ἑορτάζω τινὰ μετὰ κώμου, ἐξυμνῶ, Πινδ. Ν. 10. 64, Ι. 4. 122 (3. 90)· κ. Δία Τιμοδήμῳ, ἑορτάζω τὸν Δία χάριν τοῦ Τιμ., ὁ αὐτ. Ν. 2. 38· πρβλ. χορεύω. ΙΙΙ. ἐμφανίζομαι ἐξαίφνης κατὰ τὸν τρόπον τῶν κωμαζόντων, μετὰ κώμου ἢ «πατινάδας», ἐπὶ ἐραστῶν, Ἀλκαῖ. 40· κ. ἐπὶ γυναῖκας Ἰσαῖ. 39. 24, πρβλ. Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 1. 4· κ. ποτὶ τὰν Ἀμαρυλλίδα Θεόκρ. 3. 1· εἰς αὐτὴν Ἀλκίφρων 1. 6, πρβλ. Ἀθήν. 574Ε, 348C· ― καθόλου, ἐξαίφνης ἐμφανίζομαι, κ. εἰς τόπον Ἀνθ. Πλαν. 102· ἐπὶ κακοῦ, ἄτη ἐς πόλιν ἐκώμασεν Wernicke εἰς Τρυφ. 314· θρῆνος εἰς ὑμέναιον Ἀνθ. Π. 7. 186· ― παροιμ., ὗς ἐκώμασεν, ἐπὶ τῶν ἀκόσμως τι ποιούντων, Παροιμιογρ.
French (Bailly abrégé)
f. κωμάσω ou κωμάσομαι, ao. ἐκώμασα, pf. κεκώμακα;
I. célébrer les fêtes de Dionysos par des chants et des danses;
II. p. ext. 1 faire une partie de plaisir, aller par les rues en chantant et en dansant au son de la flûte;
2 en gén. aller en partie de plaisir;
3 p. ext. banqueter, festiner.
Étymologie: κῶμος.