συγκωμάζω
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
English (LSJ)
Dor. fut. -άξω, march together in a κῶμος, Pi.O.11 (10). 16; τινὶ πρός τινα Antig.Caryst. ap. Ath.13.603e: generally, join in revelling, τινι Posidipp. ap. Ath.10.414e, J.AJ17.3.1, Luc.Salt.11.
German (Pape)
[Seite 971] fut. dor. -άξω, mit, zugleich, zusammen im κῶμος gehen, mit im Festaufzuge schwärmen; συγκωμάξατε, ὦ Μοῖσαι. Pind. Ol. 10, 16; Luc. de salt. 11.
French (Bailly abrégé)
prendre part à une fête avec, τινι.
Étymologie: σύν, κωμάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκωμάζω [σύγκωμος] Dor. aor. imperat. 2 plur. συγκωμάξατε Pind. meedoen aan een feestelijke optocht. Pind. meefeesten met, met dat.. Luc. 45.11.
Russian (Dvoretsky)
συγκωμάζω: (дор. fut. συγκωμάξω) принимать участие в (вакхической) процессии, вместе предаваться шумному веселью (τινί Pind., Luc.).
English (Slater)
συγκωμάζω join in a triumph song ἔνθα συγκωμάξατ (O. 11.16)
Greek Monolingual
Α
1. μετέχω από κοινού σε διασκεδάσεις
2. παραδίδομαι στην κραιπάλη μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κωμάζω «συμμετέχω σε πανηγυρική πομπή, τραγουδώ, γλεντώ, φέρομαι χυδαία» (< κῶμος «διασκέδαση, εορτή»)].
Greek Monotonic
συγκωμάζω: μέλ. -άσω, Δωρ. -άξω, βαδίζω από κοινού σε κώμα (κῶμος), δηλ. σε συμμορία στασιαστών, πανηγυρίζω, γλεντοκοπώ, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκωμάζω: μέλλ. -άσω. Δωρ. -άξω. βαίνω ὁμοῦ ἐν κώμῳ, Πινδ. Ο. 11 (10). 16· τινὶ πρός τινα Ἀντίγ. Καρύστ. παρ’ Ἀθην. 603Ε· καθόλου, παραδίδομαι ὁμοῦ μετά τινος ἄλλου εἰς κραιπάλην, τινὶ Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 414Ε, Λουκ. π. Ὀρχ. 11.
Middle Liddell
fut. άσω doric άξω
to march together in a κῶμος or band of revellers, Pind.