συγκωμάζω

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκωμάζω Medium diacritics: συγκωμάζω Low diacritics: συγκωμάζω Capitals: ΣΥΓΚΩΜΑΖΩ
Transliteration A: synkōmázō Transliteration B: synkōmazō Transliteration C: sygkomazo Beta Code: sugkwma/zw

English (LSJ)

Dor. fut. -άξω, march together in a κῶμος, Pi.O.11 (10). 16; τινὶ πρός τινα Antig.Caryst. ap. Ath.13.603e: generally, join in revelling, τινι Posidipp. ap. Ath.10.414e, J.AJ17.3.1, Luc.Salt.11.

German (Pape)

[Seite 971] fut. dor. -άξω, mit, zugleich, zusammen im κῶμος gehen, mit im Festaufzuge schwärmen; συγκωμάξατε, ὦ Μοῖσαι. Pind. Ol. 10, 16; Luc. de salt. 11.

French (Bailly abrégé)

prendre part à une fête avec, τινι.
Étymologie: σύν, κωμάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκωμάζω [σύγκωμος] Dor. aor. imperat. 2 plur. συγκωμάξατε Pind. meedoen aan een feestelijke optocht. Pind. meefeesten met, met dat.. Luc. 45.11.

Russian (Dvoretsky)

συγκωμάζω: (дор. fut. συγκωμάξω) принимать участие в (вакхической) процессии, вместе предаваться шумному веселью (τινί Pind., Luc.).

English (Slater)

συγκωμάζω join in a triumph song ἔνθα συγκωμάξατ (O. 11.16)

Greek Monolingual

Α
1. μετέχω από κοινού σε διασκεδάσεις
2. παραδίδομαι στην κραιπάλη μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κωμάζω «συμμετέχω σε πανηγυρική πομπή, τραγουδώ, γλεντώ, φέρομαι χυδαία» (< κῶμος «διασκέδαση, εορτή»)].

Greek Monotonic

συγκωμάζω: μέλ. -άσω, Δωρ. -άξω, βαδίζω από κοινού σε κώμα (κῶμος), δηλ. σε συμμορία στασιαστών, πανηγυρίζω, γλεντοκοπώ, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκωμάζω: μέλλ. -άσω. Δωρ. -άξω. βαίνω ὁμοῦ ἐν κώμῳ, Πινδ. Ο. 11 (10). 16· τινὶ πρός τινα Ἀντίγ. Καρύστ. παρ’ Ἀθην. 603Ε· καθόλου, παραδίδομαι ὁμοῦ μετά τινος ἄλλου εἰς κραιπάλην, τινὶ Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 414Ε, Λουκ. π. Ὀρχ. 11.

Middle Liddell

fut. άσω doric άξω
to march together in a κῶμος or band of revellers, Pind.