δεσπότης

Revision as of 11:58, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_10)

English (LSJ)

ου, ὁ; voc. δέσποτᾰ: Ion. acc.

   A δεσπότεα Hdt.1.91, al., Luc.Syr.D.25:—master, lord, prop. the master of the house, δόμων A.Eu.60, etc.; ὄμμα γὰρ δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν Id.Pers.169: pl., of a family, Id.Ag.32, Ch.53, 82(lyr.); in respect of slaves, Pl.Prm.133d; δοῦλοι καὶ δ. οὐκ ἄν ποτε γένοιντο φίλοι Id.Lg. 757a, etc.; δ. καὶ δοῦλος Arist.Pol.1253b6, cf. 1278b35; ὦ δέσποτ' ἄναξ Ar.Pax90 (anap.); ὦναξ δέσποτα ib.389, Fr.598; δέσποτ' ἄναξ Men. 312.5.    2 despot, absolute ruler, Hdt.3.89, Th.6.77; τύραννος καὶ δ. Pl.Lg.859a; of the Roman Emperors, Ph.2.568, D.C.55.12, Hdn.1.6.4; γᾶς καὶ θαλάσσας δ. IG12(2).216 (Mytilene).    3 of the gods, S.Fr.535, E.Hipp.88, Ar.V.875, X.An.3.2.13.    4 dominant planet, Vett. Val.5.16.    II generally, master, lord, owner, κώμου, ναῶν, Pi.O.6.18, P.4.207; μαντευμάτων A.Th.27; τῶν Ἡρακλείων ὅπλων S.Ph.262; ἑπτὰ δεσποτῶν, of the seven Chiefs against Thebes, E.Supp.636; τοῦ ὄρτυγος Poll.9.108.—Not in Hom. (for metrical reasons), though he uses δέσποινα in Od. (Prob. for δεμσποτ- 'lord of the house', cf. δόμος.)

German (Pape)

[Seite 551] ὁ, acc. δεσπότεα Her. 1, 11. 91, plur. δεσπότεας 1, 111 als v. l., voc. δέσποτα oft comic.; 1) der Gebieter, Hausherr, im Ggstz des Gesindes, der Sclaven, δόμων Aesch. Eum. 60; οἰκίας Plat. Legg. XII, 954 b; = οἰκονόμος Polit. 259 b; Ggstz δοῦλος Parm. 133 d u. öfter; ἐξ οἰκέτου δεσπότης προϊών Luc. Nigr. 20; die Sclaven reden den Herrn an ὦ δέσποτ' ἄναξ, ὦναξ δέσποτα, Ar. Vesp. 875 u. öfter; Ath. XI, 485 a. – 2) Besitzer, Eigenthümer, Herr einer Sache, ἵππου Pind. Ol. 1, 22; μαντευμάτων Aesch. Spt. 27; Ἡρακλείων ὅπλων Soph. Phil. 262; τῆς δυνάμεως Ar. Plut. 201; Xen. Mem. 2, 7, 13 u. Sp. – 3) unumschränkter Herrscher, von den Perserkönigen, Her. 3, 89. Die Griechen nennen nur die Götter so, Eur. Hipp. 88; Xen. An. 3, 2, 8; Οὐλύμπου Pind. N. 1, 13; vgl. Plat. Euthyde 302 Phaed. 65 b; ἔρως Phaedr. 265 c; ἐλευθερία u. τὸ μηδένα ἔχειν δεσπότην gleich, Dem. 18, 296; das Gesetz ist δεσπότης, Her. 7, 104; ὁ δῆμος δεσπότης καὶ κύριος ἁπάντων Dem. 13, 31. Uebertr., ὕπνος Xen. Ages. 5, 2; ἡδοναί Mem. 4, 5, 4.

Greek (Liddell-Scott)

δεσπότης: -ου, ὁ· κλητικὴ δέσποτᾰ· αἰτιατικὴ δεσπότεα, Ἡρόδ. 1. 11, κτλ. (ἴδε ἐν λέξει πόσις, ὁ)· – κύριος, δεσπότης, ἰδίως ἐπὶ τοῦ κυρίου τοῦ οἴκου, τοῦ οἰκογενειάρχου (πρβλ. οἰκοδεσπότης), Λατ. herus, dominus, δόμων Αἰσχύλ. Εὐμ. 60, κτλ.· ὄμμα γὰρ δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν ὁ αὐτ. Πέρσ. 169· – κυρίως ἐν σχέσει πρὸς δούλους, Πλάτ. Παρμ. 133D, νόμ. 756Ε, κτλ.· δ. καὶ δοῦλος Ἀριστ. Πολ. 1. 3, 3. κτλ.· ὥστεπροσφώνησις τοῦ δούλου πρὸς τὸν κύριον αὐτοῦ ἦτο ὦ δέσποτ’ ἄναξ Ἀριστοφ. Εἰρ. 90, Ἀνδοκ. 3. 25· ὦναξ δέσποτα Ἀριστοφ. Εἰρ. 389, Ἀποσπ. 492· – ἄλλως ἦτο ἐν χρήσει κυρίως, 2) ἐπὶ Ἀσιανῶν ἀρχόντων, ἀπόλυτος κύριος, οὗ οἱ ὑπήκοοι εἶναι δοῦλοι, Λατ. dominus, Ἡρόδ. 3. 89, Θουκ. 6. 77· τύραννος καὶ δ. Πλάτ. Νόμ. 859Α· καὶ τὸ πληθυντ. εἶναι ἐν χρήσει παρὰ ποιηταῖς ἐπὶ ἑνὸς προσώπου, ὡς τὸ τύραννοι, Αὐσχύλ. Ἀγ. 32, Χο. 53. 82· – ἀλλ’ οἱ ἐλεύθεροι Ἕλληνες μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν ταύτην κυρίως ἐπὶ τῶν θεῶν, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 480, Εὐρ. Ἱππ. 88, Ἀριστοφ. Σφηξ. 875, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 13. ΙΙ. καθόλου, ὁ κατέχων τι, κύριος, κάτοχος, κώμου, ναῶν Πινδ. Ο. 6. 30, Π. 4. 369· μαντευμάτων Αὐσχύλ. Θηβ. 27· τῶν Ἡρακλείων ὅπλων Σοφ. Φ. 262· ἑπτὰ δεσποτῶν, ἐπὶ τῶν ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, Εὐρ. Ἱκέτ. 636· τοῦ ὄρτυγος Ξεν. Ἀν. 7. 4, 10· πρβλ. ἄναξ. – Μεθ’ Ὅμηρ., ἂν καὶ οὗτος μεταχειρίζεται τὸ δέσποινα ἐν Ὀδ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
maître, particul. :
1 maître de maison;
2 maître absolu, càd despote, au sens oriental ; chez les Grecs maître tout-puissant;
3 maître en gén.
Étymologie: δεσ- d’orig. inconnue et *πότης = πόσις lat. potis, potens -- DELG vieux mot i.-e., cf. skr. dampati, maître de la maison : v. δόμος et πόσις.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): dór. -ας Pi.P.4.207

• Morfología: [ac. δεσπότεα Hdt.1.91, Luc.Syr.D.25; gen. δεσπότεω Hippon.49.2; plu. nom. δεσπότες SEG 16.694 (Caria IV d.C.); gen. δεσποτέων IUrb.Rom.1325 (I/II d.C.); por δεσποστής según A.D.Adu.135.4]
1 dueño, amo, señor c. gen. Εὐβοίης Archil.9.5, ναῶν Pi.l.c., δόμων A.Pers.169, Eu.60, μαντευμάτων A.Th.27, τῶν Ἡρακλείων ... ὅπλων S.Ph.262, χρημάτων μεγάλων Hdt.3.134, τῶν πολιτευομένων D.3.30, ἡγεμόνες ἅμα καὶ δεσπόται πάντων Plb.3.111.9, τοῦ χωρίου Eun.VS 467, SEG 35.1272.7 (Lidia), τῶν καμήλων POxy.3397.18 (III/IV d.C.), τὰ δεσποτῶν γὰρ εὖ πεσόντα θήσομαι A.A.32, δεσπότην κεκαρμένοι (caballos) esquilados (en señal de duelo) por su amo, Trag.Adesp.206, δέσποτα πάτερ POxy.3356.13 (I d.C.)
dicho de un vencedor en los juegos, en voc. χαρίτων δέσποτα Simon.FGE 939, ἀνὴρ κώμου δ. Pi.O.6.18
fig. de abstr. νόμος Hdt.7.104, ὕπνος X.Ages.5.2, δ. τῶν παθῶν ἐστιν ὁ εὐσεβὴς λογισμός LXX 4Ma.6.31, αἱ ἐπιθυμίαι Plu.2.37c, πάθη ψυχῆς Sext.Sent.75b, λόγος Porph.Sent.32.
2 en rel. a los esclavos amo Hippon.l.c., Tyrt.5.4, Sol.24.14, Hdt.4.64, Pl.Prm.133d, Antipho 5.48, Theoc.5.10, Plb.1.69.5, δοῦλοι γὰρ ἂν καὶ δεσπόται οὐκ ἄν ποτε γένοιντο φίλοι Pl.Lg.757a, πρῶτα δὲ καὶ ἐλάχιστα μέρη οἰκίας δεσπότης καὶ δοῦλος Arist.Pol.1253b6, cf. 1255b29, 1278b34, 1295b21, οἱ Ἀρκάδες ἐν ταῖς ἑστιάσεσιν ὑποδέχονται τοὺς δεσπότας καὶ τοὺς δούλους Theopomp.Hist.215, τὴ[ν ζημίαν] διπλασίαν ἀποτεισάτω ὁ δεσπότης ὑπὲρ τοῦ δούλου PHal.198 (III a.C.)
op. οἰκέτης Aen.Tact.40.3, D.Chr.14.10, Longus 4.15.4, Hierocl.Facet.251
como expresión de respeto con que un esclavo se dirige a su amo δέσποτα Hdt.5.105, ὦ δέσποτ' ἄναξ ¡mi amo y mi señor! Ar.Pax 90, cf. Fr.615, Men.Fr.258.5, Ach.Tat.3.20.1
en boca de una mujer ὦ βασιλεῦ ... καὶ δέσποτα καὶ ἄνερ Hld.10.13.2, δέσποτα ¡amado señor! X.Eph.2.7.4
tb. en rel. a anim. amo, Lyr.Adesp.987a.
3 déspota, señor absoluto, soberano ref. a Cambises, Hdt.3.89, cf. Th.6.77, Hp.Aër.16, unido a τύραννος Pl.Lg.859a, de un faraón δ. δεσποτῶν D.S.1.55, como tít., de Augusto, D.C.55.12.2, de los emperadores romanos, Hdn.1.6.4, POxy.1204.15 (III d.C.), PGrenf.2.81.1 (V d.C.), Lyd.Mag.1.6, ὁ γῆς καὶ θαλάσσης δ. IEphesos 297.6 (III d.C.), δ. γᾶς καὶ θαλάσσας de Septimio Severo IG 12(2).216.5 (Mitilene), τῆς οἰκουμένης δ. ICr.4.282.4 (Gortina III/IV d.C.), de un prefecto POxy.3759.12 (IV d.C.), en época biz. ref. a un gran señor PAmh.154.5 (VI/VII d.C.)
jefe ἑπτὰ δεσπόται λόχων de los Siete contra Tebas, E.Supp.636.
4 de los dioses soberano, señor frec. como expresión de respeto con que un devoto se dirige a un dios ὦ δέσποτ' dirigido a Hermes, Sapph.95.8, Ἥλιε δέσποτα S.Fr.535.1, cf. Hdt.1.212, a Apolo Agieo, Ar.V.875, en consultas oraculares a Apolo Didimeo δέσποτα Διδυμεῦ Ἥλιε Ἄπολλον Didyma 504.9 (III/IV d.C.), cf. Milet 1(7).205a.4 (II d.C.), Iul.Ep.88.450d, Ἔρως Pl.Phdr.265c, X.Eph.1.4.5, a Zeus δέσποτα ἄναξ Ζεῦ Νάϊε IEpir.App.25.2 (heleníst.), δέσποτα κόσμου Orph.H.8.16, cf. Longus 4.21.2, a Asclepio δέσποτα Παιάν Orph.H.67.1, δέσποτα Διόνυσε Longus 4.8.4, a Serapis UPZ 1.1 (IV a.C.), δέσποτα Πλούτων Lyr.Adesp.45, cf. IMaced.15.1 (Elimea II d.C.), a los dioses gener., E.Hipp.88, οὐδένα γὰρ ἄνθρωπον δεσπότην ἀλλὰ τοὺς θεοὺς προσκυνεῖτε X.An.3.2.13
en lit. bíblica y crist., dirigido a Dios δέσποτα κύριε en boca de Abraham para dirigirse al Dios de Israel, LXX Ge.15.8, δέσποτα τῶν οὐρανῶν καὶ τῆς γῆς LXX Iu.9.12, τῶν ὅλων POxy.939.30 (IV d.C.), cf. AP 1.114, a Cristo δέσποτα en boca de Simeón Eu.Luc.2.29, cf. Cosm.Ind.Top.1.1.2, Iust.Nou.134, unido a κύριος BGU 295.1 (VI d.C.), ref. un santo CPR 10.2.4 (VII d.C.).
5 planeta dominante Vett.Val.5.15. • DMic.: do-po-ta.

• Etimología: Comp., como ai. dámpati-, del nombre de la ‘casa’ (cf. δόμος) y de la palabra ‘dueño’, ‘señor’, cf. πόσις. A juzgar por mic. do-po-ta, vendría de *d(o)ms-pot, c. disim. o - o > e - o.