ἔμπυρος
English (LSJ)
ον, (πῦρ)
A in, on or by the fire, σκεύη ἔ. implements used at the fire, opp. ἄπυρα, Pl.Lg.679a; ἡ ἔ. τέχνη the work of the forge, smith's art, Id.Prt.321e (but in E.Ph.954, the art of divining by fire, soothsaying trade (v. infr. 111)); Χειρώνακτες Ael.NA2.31. II exposed to fire or sun, burnt, scathed, νεκρός E.Ph.1186; roasted, σάρξ AP6.89 (Maec.); fiery hot, torrid, Χώρα Str.16.1.10; ἀήρ Thphr. CP1.13.5; [ἡ ὥρα] -ωτάτη ib.4; feverish, Hp.Morb.2.40 (v.l. ἐμπύρετος) ; λοιμοί LXXAm.4.2; inflammatory, of a bite, Arist.Mir. 846b16; heated, of a cautery iron, PMed.Lond.155.3.2. 2 burning, scorching, ἠέλιος AP9.24 (Leon.): metaph. of persons, fiery, Plu.Num.5. Adv. -ως, ἐρᾶν Poll.3.68. 3 lighted, λαμπάς AP 6.100 (Crin.); βωμός ib.10.7 (Arch.). III of or for a burntoffering, ὀρθοστάται E.Hel.547. 2 as Subst., ἔμπυρα (sc. ἱερά), τά, burnt sacrifices, opp. ἄπυρα, Pi.O.8.3, cf. A.Ch.485 (prob.); δι' ἐμπύρων σπονδὰς καθεῖναι to make libations at the burnt-offerings, E. IA59 (hence ἔμπυρα are improperly used for σπονδαί, S.El.405); κατάρας ἐπὶ ἐμπύρων ποιεῖσθαι swear upon the sacrifice, Plb.16.31.7, cf. App.Hisp.9; esp. of burnt-offerings as used for purposes of divination (v. supr.1), S.Ant.1005; εἰς ἔμπυρ' ἦλθε E.IT16; also ἐμπύρους ἀκμάς Id.Ph.1255; ἔμπυρα σήματ' ἰδέσθαι A.R.1.145: rarely sg., ἔμπυρον, τό, PMag.Osl.1.69, dub. sens. in PCair.Zen.14.17.
German (Pape)
[Seite 818] im Feuer; – a) von Pind. an, Brandopfer, aus deren Flamme geweissagt wird, ἐμπύροις τεκμαίρεσθαι Ol. 8, 3, vgl. I. 3, 87; so Soph. El. 397 Ant. 992, wo das Verfahren ausführlicher erwähnt ist (B. A. 247 αἱ διὰ πυρὸς θυσίαι; VLL. τὰ καιόμενα ἱερά; bei Dion. Hal. 2, 25 ἔμπυρος θυσία); ἐμπύρων εἶδες φλόγα Eur. Suppl. 167; dah. δι' ἐμπύρων σπονδὰς καθεῖναι I. A. 59; ἔμπυρα σήματ' ἰδέσθαι Ap. Rh. 1, 145; in später Prosa: κατάρας ἐπὶ τῶν ἐμπύρων ποιεῖσθαι Pol. 16, 31, 7; ὁρκωθῆναι ἐπὶ ἐμπ. App. Hisp. 9, 1 u. A. So auch ἡ ἔμπυρος τέχνη Eur. Phoen. 954; βωμός, auf dem Opferfeuer brennt, Archi. 16 (X, 7). – b) Alles, was am oder im Feuer gearbeitet wird, Ggstz ἄπυρος; Plat. Polit. 287 e; ἔμπυρα σκεύη Legg. III, 679 a; τέχνη τοῦ Ἡφαίστου, Kunst der Feuerarbeiter, Prot. 321 e. Bei Eur. Phoen. 1186, ἔμπυρος πίπτει νεκρός, = durch den Blitz verbrannt. Auch = brennend, ὀρθοστάται Eur. Hel. 547; λαμπάς Ep. ad. 123 (VI, 100); ἠέλιος Leon. Tar. 49 (IX, 24); gekocht, gebraten, σάρξ Qu. Haec. 8 (VI, 89). Der Sonne ausgesetzt, heiß, Theophr. öfter, χώρα Strab.; ὁδοιπορία D. Sic. 19, 19; übertr., feurig, καὶ ἀκμάζων βασιλεύς Plut. Num. 5. – c) an Fieberhitze leidend, Medic. – Adv. ἐμπύρως, feurig, ἐρᾶν Poll. 3, 68.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπῠρος: -ον, (πῦρ) ὁ ἐν τῷ πυρὶ ἢ παρὰ τὸ πῦρ, σκεύη ἔμπυρα, σκεύη τιθέμενα ἐπὶ τοῦ πυρός, ἢ ἐν χρήσει περὶ τὸ πῦρ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄπυρα, Πλάτ. Νόμ. 679Α˙ ἡ ἔμπ. τέχνη, ἡ τέχνη τοῦ σιδηρουργοῦ ἢ χαλκέος, ὁ αὐτ. Πρωτ. 321Ε (ἀλλ’ ἐν Εὐρ. Φοιν. 954, ἡ τέχνη τῆς διὰ πυρὸς μαντείας, ἴδε κατωτέρω ΙΙΙ). ΙΙ. πυρίκαυστος, εἰς γῆν δ’ ἔμπυρος πίπτει νεκρός, «πεπυρακτωμένος» (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 1186˙ σάρκα... ἔμπυρον Ἀνθ. Π. 6. 89˙ σφόδρα θερμός, καυματηρός, διακεκαυμένος, χώρα Στράβων 740˙ ἀὴρ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰ. 1. 13, 5˙ ἡ ὥρα ἐμπυρωτάτη ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 4˙ πυρετώδης, Ἱππ. 423. 27˙ φλεγμαίνων, πεφλογισμένος, ἐπὶ ἕλκους, Ἀριστ. π. Θαυμ. 164. 2˙ καίων, κατακαίων, ἠέλιος Ἀνθ. Π. 9. 24: - μεταφ., ἐπὶ ἀνθρώπων, ὀξύς, ὁρμητικός, σφοδρός, Πλουτ. Νουμ. 5. 3) ἀνημμένος, λαμπὰς Ἀνθ. Π. 6. 100˙ βωμὸς αὐτόθι 10. 7. ΙΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς θυσίαν διὰ πυρός, ὀρθοστάται Εὐρ. Ἑλ. 547. 2) ὡς οὐσιαστ., ἔμπυρα (ἐνν. ἱερά), τά, αἱ διὰ πυρὸς θυσίαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἄπυρα, Πινδ. Ο. 8. 4˙ δι’ ἐμπύρων σπονδὰς καθεῖναι, ποιεῖν σπονδὰς ἐπὶ ἐμπύρων θυσιῶν, Εὐρ. Ἰ. Α. 59˙ ἐντεῦθεν ἔμπυρα κεῖται καταχρηστικῶς ἀντὶ τοῦ σπονδαί, Σοφ. Ἠλ. 405)˙ κατάρας ποιεῖσθαι ἐπὶ ἐμπύρων, ἐκφέρειν κατάρας καιομένου τοῦ θύματος, Πολύβ. 16. 31, 7, Ἀππ. Ἱβηρ. 9˙ πρβλ. Λίβ. 21. 1, Οὐεργ. Αἰν. 12. 201: - ἰδίως ἐπὶ θυσιῶν διὰ πυρός, ὧν ἐγίνετο χρῆσις πρὸς μαντικοὺς σκοποὺς (ἴδε ἀνωτέρω), Σοφ. Ἀντ. 1005 κἑξ., Εὐρ. Φοίν. 1255 (ἴδε ἐν λ. ῥῆξις)˙ εἰς ἔμπυρ’ ἐλθεῖν Εὐρ. Ι. Τ. 16˙ οὕτω καί, ἔμπυρα σήματ’ ἰδέσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 145˙ - περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Χο. 485, ἐμπύροισι κνισωτοῖς χθονός, ἴδε τὴν λέξιν εὔδειπνος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui est en feu ; brûlant, ardent, torride;
2 qui est dans ou sur le feu, qu’on fait brûler en parl. de victimes ; τὰ ἔμπυρα sacrifices par le feu ; sacrifice en gén. ; feu d’un sacrifice.
Étymologie: ἐν, πῦρ.
Spanish (DGE)
(ἔμπῠρος) -ον
• Morfología: [compar. ἐμπυρέστερος Mac.Aeg.Serm.C 7.5]
I 1expuesto al fuego, quemado, abrasado ἐς γῆν δ' ἔ. πίπτει νεκρός E.Ph.1186
•asado σάρξ AP 6.89 (Maec.).
2 encendido, que arde ἔμπυρα σήματ' A.R.1.145, λαμπάς AP 6.100 (Crin.), βωμός AP 10.7 (Arch.), cf. Luc.Trag.141, σέλας Hld.1.30.2, καπνός Nonn.D.23.271
•incandescente, candente τὸ καυτήριον Chirurg.Fr.Pap.3.3.1
•medic., de pers. febril Hp.Morb.2.40.
3 que abrasa, ardiente, abrasador χώρα Str.16.1.10, Scymn.182, ἀήρ Thphr.CP 1.13.5, ἡ ὥρα Thphr.CP 1.13.4, ἄξονα δινήσας ἔμπυρον ἠέλιος AP 9.24 (Leon.), οὔτε τι λίην ψυχρὸς ... οὔτ' ἔ. Orph.Fr.160.4
•fig. ἔρως Mac.Aeg.l.c., del carácter, Plu.Num.5, ὄμμα Orac.Sib.6.28
•que produce inflamación de la picadura de una serpiente, Arist.Mir.846b16, de la hiedra ingerida con vino, Plu.2.648b.
4 relativo a o propio del fuego ἔ. τέχνη el arte del fuego, e.e. piromancia, adivinación por el fuego E.Ph.954, ἡ ἔ. τέχνη ἡ τοῦ Ἡφαίστου e.e. la forja de Hefesto Pl.Prt.321e, οἱ χειρώνακτες οἱ ἔμπυροι los artesanos de la forja Ael.NA 2.31
•del fuego o del hogar, que se pone al fuego σκεύη op. ἄπυρος Pl.Lg.679a, cf. Plt.287e.
II subst. τὸ ἔ.
1 en plu. ofrendas o víctimas quemadas ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι Pi.O.8.3, παρ' εὐδείπνοις ἔσῃ ἄτιμος ἐμπύροισι κνισωτοῖς χθονός quedarás sin honra en los ricos festines con ofrendas humeantes ofrecidas a la tierra A.Ch.485, τῷ φέρεις τάδ' ἔμπυρα S.El.405, δι' ἐμπύρων σπονδὰς καθεῖναι hacer libaciones sobre ofrendas quemadas E.IA 59, cf. S.Ant.1005, E.Andr.1113, Hel.547, κατάρας ἐπὶ τῶν ἐμπύρων ποιεῖσθαι Plb.16.31.7, cf. App.Hisp.9
•fuegos sacrificiales, sacrificio sobre el fuego ἐς ἔμπυρ' ἦλθε E.IT 16.
2 n. de diversos utensilios metálicos destinados a contener fuego o rescoldos, esp. brasero o incensario, SB 16505.23 (III a.C.), Ath.Askl.4.117 (III a.C.), IPorto 13.5 (II d.C.), MAMA 9.37 (Ezanos I/II d.C.), parte de una ἐσχαρίς IG 11(2).161B.102 (Delos III a.C.), οἱ τὰ ἔμπυρα βαστάζοντες en cultos mistéricos SEG 29.1205.10 (Sardes IV d.C.).
3 mág. fórmula, encantamiento, hechizo de fuego ἔ. ἐπὶ θείου ἀπύρου PMag.63.295, cf. 7.295.
III adv. -ως fig. ardiente, apasionadamente ἐ. ἔχειν Poll.3.68, αἱ (ψυχαὶ) ἐ. ... τὴν ἀγάπην πρὸς κύριον ἔχουσαι Mac.Aeg.Hom.10.2.