ἐπιθυμία
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A desire, yearning, ἐ. ἐκτελέσαι Hdt.1.32; ἐπιθυμίᾳ by passion, opp. προνοίᾳ, Th.6.13: generally, appetite, Pl.Cra.419d, etc.; αἱ κατὰ τὸ σῶμα ἐ. Id.Phd.82c; esp. sexual desire, lust, Democr.234 (pl.), Pl.Phdr.232b, etc.; αἱ πρὸς τοὺς παῖδας ἐ. X.Lac.2.14. 2. c. gen., longing after a thing, desire of or for it, ὕδατος, τοῦ πιεῖν, Th.2.52, 7.84, etc.; τοῦ πλέονος Democr. 224; τῆς τιμωρίας Antipho 2.1.7; τῆς μεθ' ὑμῶν πολιτείας And.2.10; τῆς παρθενίας Pl.Cra.406b; εἰς ἐ. τινὸς ἐλθεῖν Id.Criti.113d; ἐν ἐ. τινὸς εἶναι Id.Prt.318a, Tht.143e; γεγονέναι Id.Lg.841c; εἰς ἐ. τινὸς ἀφικέσθαι θεάσασθαι Id.Ti.19b; ἐ. τινὸς ἐμβαλεῖν τινί X.Cyr.1.1.5; ἐ. ἐμποιεῖν ἔς τινα an inclination towards... Th.4.81. II. = ἐπιθύμημα, object of desire, ἐπιθυμίας τυχεῖν Thalesap.Stob.3.1.172, cf. Lync. ap. Ath.7.295a; ἀνδρὸς ἐ., of woman, Secund.Sent.8; πενήτων ἐ., of sleep, prob. in ib.13.
German (Pape)
[Seite 943] ἡ, Begierde, Verlangen wonach, Liebe wozu (ἐπὶ τὸν θυμὸν ἰοῦσα Plat. Crat. 419 d); ἡδονῶν Plat. Phaedr. 237 d; τῆς παρθένου Tim. 19 b; τοῦ ὕδατος Thuc. 2, 52; τοῦ πιεῖν 7, 84; ἡ περὶ τοὺς παῖδας καὶ γυναῖκας Isocr. 3, 39, wie αἱ περὶ τοὺς λόγους ἐπιθυμίαι καὶ ἡδοναί Plat. Rep. I, 328 d; αἱ πρὸς τοὺς παῖδας ἐπιθυμίαι Xen. Lac. 2, 15, wie πρὸς τὸ ζῆν Pol. 3, 63, 6; ἐν ἐπιθυμίᾳ εἶναί τινος, Verlangen wonach haben, Plat. Prot. 318 a, wie γίγνεσθαι Legg. VIII, 841 c; εἰς ἐπιθυμίαν τινὸς ἐλθεῖν Critia. 113 c; ἐπιθυμίαν εἶχεν ἀκούειν Xen. Cyr. 1, 4, 3; ἐπιθυμίαις μείζοσι χρῆσθαι Thuc. 6, 15; ἐπιθυμίαν ἐμποιεῖν, Begierde einflößen, 4, 81, wie ἐμβάλλειν Xen. Cyr. 1, 1, 8. – Luft, Genuß, Plat. Phaed. 82 c Phaedr. 232 c; – das Vorhaben, Eur. Cycl. 448; Begehr, ἐπιθυμίας τυχεῖν Pittac. Stob. fl. 3, 79; τὴν ἐπιθυμίαν κτήσασθαι Ath. VII, 295 a.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 désir, souhait : ἐπιθυμία ὕδατος, σίτου THC désir de boire, de manger ; ἐπιθυμίαν τινὸς ἐμβάλλειν τινί XÉN inspirer à qqn un désir pour un autre;
2 désir, passion.
Étymologie: ἐπιθυμέω.
English (Strong)
from ἐπιθυμέω; a longing (especially for what is forbidden): concupiscence, desire, lust (after).
English (Thayer)
ἐπιθυμίας, ἡ (ἐπιθυμέω) (from Herodotus on), the Sept. chiefly for תַּאֲוָה, אַוָּה, חֲמוּד; desire, craving, longing: ἐπιθυμέω, at the end); τήν ἐπιθυμίαν ἔχειν εἰς τί, the desire directed toward, ἐν πολλή ἐπιθυμία with great desire, αἱ περί τά λοιπά ἐπιθυμίαι, Winer s Grammar, § 30,3 N. 5); specifically, desire for what is forbidden, lust (Vulg. concupiscentia): πάθος ἐπιθυμίας, ἐπιθυμία κακῇ, Plato, legg. 9, p. 854a.; πονηρά, Xenophon, mem. 1,2, 64; ἀγαθή, ἐπιθυμία μιασμοῦ, for unclean contact, Winer's Grammar, § 34,3b. take μιασμοῦ as the genitive of quality); with a genitive of the subject, αἱ ἐπιθυμίαι τῶν καρδιῶν, ἡ ἐπιθυμία τοῦ κόσμου, τοῦ σώματος, τῆς ἀπάτης (see ἀπάτη), τῆς σαρκός, τῶν ὀφθαλμῶν, τέλειν σαρκός, αἱ σαρκικαι ἐπιθυμίαι, ψυχικαί, σωματικαί, αἱ κοσμικαι ἐπιθυμίαι, εἰς ἐπιθυμίας to arouse lusts, ποιεῖν τάς ἐπιθυμίας, ὑπακούειν ταῖς ἐπιθυμίαις, L T Tr WH); δουλεύειν ἐπιθυμίαις (see δουλεύω, 2b.), ἄγεσθαι ἐπιθυμίαις, πορεύεσθαι ἐν ἐπιθυμίαις, πορεύεσθαι κατά τάς ἐπιθυμίας, ἀναστρέφεσθαι ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῆς σαρκός, πάθος, and see Trench, § lxxxvii.)