φλύαρος
English (LSJ)
[ῠ], ὁ,
A silly talk, foolery, nonsense, τἄλλα πάντ' ἐστὶ φ. Ar.Nu.365 (anap.), cf. Men.541.2, Pl.Ax.365e, Plu.Cic.2, etc.: pl., fooleries, πολλῶν φλυάρων καὶ ταὧν ἀντάξια Stratt.27. II tattler, babbler, Pl.Ax.369a, 1 Ep.Ti.5.13, Str.1.2.5, etc.: as Adj., ἡ φ. φιλοσοφία LXX 4 Ma.5.10; φ. λόγος D.H.Comp.26; φ. γλῶττα Alciphr.3.69: Comp. φλυαρότερος Arr.Epict.2.19.10. Adv. φλυάρως Sch.Ar.V. 855.
German (Pape)
[Seite 1293] ον, ionisch φλύηρος, 1) geschwätzig, Possen redend, albern, Plat. Ax. 369 b. – 2) ὁ φλύαρος, unnützes Geschwätz, Possen, τἄλλα πάντ' ἐστὶ φλύαρος Ar. Nubb. 364; Plat. Ax. 365 e; Strab. u. Folgde, wie Plut. Alc. 34.
Greek (Liddell-Scott)
φλύᾱρος: ὁ, (ἴδε φλέω ΙΙΙ) μωρολογία, ἀνοησία, λῆρος, φλυαρία, τἆλλα πάντα ἐστὶ φλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 364, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 14, Πλάτ. Ἀξ. 365Ε, Πλουτ. Κικ. 2, κλπ.· καὶ ἐν τῷ πληθ. ἀνοησίαι, μωρίαι, πολλῶν φλυάρων καὶ ταὧν ἀντάξια Στράττις ἐν «Μακεδόσιν» 7. ΙΙ. ὁ λέγων ἀνοησίας, μωρολόγος, Πλάτ. Ἀξίοχ. 369Α· φλύαροι καὶ περίεργοι, λαλοῦσαι τὰ μὴ δέοντα Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Τιμόθ. ε΄, 13. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φλύαρος· φαῦλος, εὐήθης» κλπ.· καὶ ὡς ἐπίθ., ἡ φλ. φιλοσοφία, Ἑβδ. (Δ΄, Μακκ. Ε΄, 10)· φλ. γλῶσσα Ἀλκίφρων 3. 69· συγκρ. φλυαρότερος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 10. ― Ἐπίρρ. φλυάρως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 588.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
bavardage, niaiserie, sornette.
Étymologie: φλύω.
2ος, ον :
bavard, qui parle à tort et à travers.
Étymologie: φλύω.
English (Strong)
from phluo (to bubble); a garrulous person, i.e. prater: tattler.
English (Thayer)
φλυαρον (φλύω, 'to boil up,' 'throw up bubbles', of water; and since bubbles are hollow and useless things, 'to indulge in empty and foolish talk'); of persons, uttering or doing silly things, garrulous, babbling (A. V. tattlers): Dionysius Halicarnassus, de comp. verb. 26, vol. 5:215,3; others); of things, foolish, trifling, vain: φιλοσοφία, Plato, Josephus, Vita §31; often in Plutarch; Aeschylus dial. Socrates 3,13; others.)