Κῶς
English (LSJ)
ἡ, gen. Κῶ, Cos; Ep. Κόως h.Ap.42: acc. Κῶν Il.2.677; Κόωνδε, Adv. to Cos, 14.255, 15.28; cf. Κῷος, Κῳακός:—prov., ὃν οὐ θρέψει Κῶς, ἐκεῖνον οὐδὲ Αἴγυπτος Eust.983.33.
French (Bailly abrégé)
Κῶ (ἡ) :
dat. Κῷ, acc. Κῶν ou Κῶ;
île de Kôs.
Étymologie: cf. Κώϊος, Κῷος.
Russian (Dvoretsky)
Κῶς: эп. Κόως ἡ (gen. Κῶ, dat. Κῷ, acc. Κῶν и Κῶ) Кос (остров у побережья Карии) HH, Her. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Κῶς: ἡ, γεν. Κῶ, ἡ νῆσος Κῶς, ἀπέναντι τῆς Καρίας· παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ Κόως, πλὴν ἐν Ἰλ. Β. 677, ἔνθα εὑρίσκομεν τὴν κοινὴν αἰτ. Κῶν· ― Κόωνδε εἰς Κῶν, Ξ. 255, κτλ. ― Πρβλ. Κῷος, Κωακός.
English (Autenrieth)
English (Slater)
the island. ]Κῶν (coni. Lobel. dubitanter) fr. 33a. 4. test., Strabo, 2. 91. 9, = fr. 51 Schr., = fr. 33a Snell, v. Ἡρακλέης. Quintil., Inst., 8. 6. 71, = fr. 50 Schr., = 33a Snell, v. Ἡρακλέης.
Greek Monotonic
Κῶς: Επικ. Κόως, ἡ, γεν. Κῶ, το νησί Κως, απέναντι από την Καρία, σε Όμηρ.· Κόωνδε, προς την Κω, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:Kîj 可士
詞類次數:專有名詞(1)
原文字根:哥士
字義溯源:哥士^;小島,在小亞細亞西南,保羅第三次外出工作時,曾經過那地。字義:峰巔,公牢
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 哥士(1) 徒21:1