Πυθώ
English (LSJ)
gen. οῦς, dat. οῖ, ἡ, Pytho, the region in which lay the city of Delphi, Πυθοῖ ἔνι πετρηέσσῃ Il.9.405; Π. ἐν ἠγαθέῃ Od.8.80, Hes. Th.499, etc.; of Delphi itself, Pi.P.4.66, 10.4, Hdt.1.54, etc. (Acc. to the legend, derived from the rotting of the serpent, h.Ap.372.)
French (Bailly abrégé)
οῦς (ἡ) :
1 anc. n. de la partie de la Phocide située au pied du Parnasse et où se trouve Delphes;
2 anc. n. de Delphes.
Étymologie: DELG toponyme sans étym.
English (Slater)
Πῡθώ (Πυθώ, -οῖ, -όϊ, -οῖ voc.: -ῶθεν.)
1 Delphi, Pytho Ὀλυμπίᾳ Πυθοῖ τε νικώντεσσιν (O. 7.10) Πυθοῖ τ' ἔχει σταδίου τιμὰν (O. 13.37) Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ (P. 4.66) ἀλλά με Πυθώ τε καὶ τὸ Πελινναῖον ἀπύει (P. 10.4) Ὀλυμπίᾳ Πυθοῖ τε (P. 11.49) πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον (I. 7.51) χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ (Pae. 6.2) Π]υθόι τε[ (supp. Lobel) P. Oxy. 2442, fr. 51. test., Σ Aesch., Eum. 2, Πίνδαρός φησι πρὸς βίαν κρατῆσαι Πυθοῦς τὸν Ἀπόλλωνα, διὸ καὶ ταρταρῶσαι ἐζήτει αὐτὸν ἡ Γῆ fr. 55. -ῶθεν, from the Pythian festival, εἴη μιν ἔτι καὶ Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα (Pauw: Πυθόθεν codd.) (I. 1.65)
Greek Monolingual
-οῦς, ἡ, Α
1. η χώρα όπου βρίσκεται η πόλη τών Δελφών
2. οι Δελφοί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Τοπωνύμιο άγνωστης ετυμολ. Οι Αρχαίοι είχαν συνδέσει τη λ. με το ρ. πύθομαι «σαπίζω, αποσυντίθεμαι», λόγω της αποσύνθεσης του ερπετού που είχε σκοτώσει εκεί ο Απόλλων. Η σύνδεση, εξάλλου, του τοπωνυμίου με το ρ. πῠνθάνομαι «πληροφορούμαι, ζητώ να μάθω» οφείλεται σε παρετυμολογία, όπως αποδεικνύει η μακρότητα του -ῡ- του τ. Πῡθώ αναφορικά προς τη βραχύτητα του -ῠ- του πῠνθάνομαι].
Greek Monotonic
Πῡθώ: γεν. -οῦς, δοτ. -οῖ, ἡ, η Πυθώ, αρχ. όνομα του μέρους εκείνου της Φωκίδας στους πρόποδες του Παρνασσού, όπου βρισκόταν η πόλη των Δελφών, σε Όμηρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
Πῡθώ: οῦς ἡ (dat. Πῡθοῖ) Пифо
1 древнее название местности у подошвы Парнасса в Фокиде, где находился город Дельфы Hom., Her.;
2 Pind. = Δελφοί.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Πῡθώ -οῦς, ἡ Pytho (de streek rond Delphi, ook Delphi zelf).
Frisk Etymological English
οῦς
Grammatical information: f.
Meaning: older name for Delphi (Il.); also Πυθών, -ῶνος f. (Β 519 etc.; after the place indications in -ών).
Other forms: We find also Πύτιος (inscr. Crete and Pamphylia), Πύτιον name of an Arcadian sanctuary.
Derivatives: From it a.o. Πύθ-ιος Pythian, Delphian, esp. name of Apollon (h. Ap., Pi. etc.). also -αῖος, -αεύς id. (dial.), f. -ιάς, -ιάδος (Pi. etc.); -ία, -ίη the Pythian priestess, Pythia (Hdt. etc.), -ικός Pythian (A.; Chantraine Études 116ff., 124).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No convincing etymology. By the ancients usually connected with πύθομαι rot (h. Ap. 371 ff., Paus. 10, 6,5) after the rotting of the by Apollon killed dragon, after S. (OT 70 f., 603 f. a.o.) however referred to πυθέσθαι, πυνθάνομαι, which was already by Str. 9, 419 doubted because of the length of the υ in Πυθω. Extensively Lauffer P. -W. 24, 571 ff. -- The word is no doubt Pre-Greek.
Middle Liddell
Pytho, older name of that part of Phocis at the foot of Parnassus, in which lay the city of Delphi, Hom., etc.
Frisk Etymology German
Πυθώ: -οῦς
{Pūthṓ}
Grammar: f.
Meaning: älterer N. für Delphi (seit Il.); auch Πυθών, -ῶνος f. (Β 519 usw.; nach den Ortsbez. auf -ών).
Derivative: Davon u.a. Πύθιος pythisch, delphisch, bes. N. des Apollon (h. Ap., Pi. usw.). auch -αῖος, -αεύς ib. (dial.), f. -ιάς, -ιάδος (Pi. usw.); -ία, -ίη die pytische Priesterin, Pythia (Hdt. usw.), -ικός pythisch (seit A.; Chantraine Études 116ff., 124).
Etymology: Ohne befriedigende Etymologie. Von den Alten gewöhnlich mit πύθομαι verwesen verbunden (h. Ap. 371 ff., Paus. 10, 6,5) nach dem Verwesen des von Apollon getöteten Drachen, nach S. (OT 70 f., 603 f. u.a.) dagegen auf πυθέσθαι, πυνθάνομαι bezogen, was schon von Str. 9, 419 wegen der Länge des υ in Πυθώ beanstandet wird. Ausführlich Lauffer P. -W. 24, 571 ff.
Page 2,622