Σαμαρείτης
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
Samaritain;
NT: (ὁ) Samaritain ; habitant de la ville de Samarie.
Étymologie: Σαμαρεία.
English (Strong)
from Σαμάρεια; a Samarite, i.e. inhabitant of Samaria: Samaritan.
English (Thayer)
(Σαμαρείτης Tdf.; (see Tdf. Proleg., p. 87; WH's Appendix, p. 154; cf. Iota) (Σαμάρεια), Σαμαρειτου, ὁ, a Samaritan (Samarites, Curt. 4,8, 9; Tacitus, ann. 12,54; Samaritanus, Vulg. (Kautzsch in Herzog edition 2, as referred to under the preceding word), king of Assyria, had sent colonists from Babylon, Cuthah, Ava, Hamath, and Sepharvaim into the land of Samaria which he had devastated and depopulated (see Σαμάρεια, 1), those Israelites who had remained in their desolated country (cf. T omits; WH brackets the clause), שֹׁמְרונִים, Winer s RWB, under the word Samaritaner; Petermann in Herzog xiii., p. 363ff; Schrader in Schenkel v, p. 150ff; (especially Kautzsch in Herzog and Riehm as above).
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. Σαμαρείτισσα Ν και Σαμαρεῖτις και Σαμαρῑτις, -ίτιδος ΜΑ, και Σαμαρίτης και δωρ. τ. Σαμαρῖτας Α Σαμάρεια
(συν. στον. πληθ.) οι Σαμαρείτες και οἱ Σαμαρεῖται
οι κάτοικοι της Σαμάρειας, που μέχρι το 721 π.Χ. αποτελούσαν αμιγή ιουδαϊκό πληθυσμό, ύστερα όμως από την κατάληψη της πόλης από τον Σαργών και την εγκατάσταση σ' αυτήν Ασσυρίων ειδωλολατρών σχημάτισαν ιδιαίτερη θρησκευτική κοινότητα, χαρακτηριζόμενη ως αιρετική από τους Ιουδαίους
νεοελλ.
1. μέλος της ιδιαίτερης θρησκευτικής κοινότητας της Σαμάρειας
2. φρ. «ο καλός Σαμαρείτης» — άνθρωπος που, μολονότι κατά τεκμήριο θα έπρεπε να είναι κακός, συντρέχει και βοηθά τους αναξιοπαθούντες και πάσχοντες, όπως ο Σαμαρείτης του ευαγγελίου.
Russian (Dvoretsky)
Σαμαρείτης: ου ὁ самаритянин NT.
Middle Liddell
a Samaritan, NTest., etc.;fem. -εῖτις, ιδος, NTest.