άγγιχτος
Greek Monolingual
-η, -ο
1. ανέγγιχτος, άψαυστος
2. ακέραιος
3. αυτός που δεν τέθηκε ακόμη σε χρήση, αχρησιμοποίητος
4. μτφ. α) αυτός που δεν δέχεται προσβολές, εύθικτος, ευέξαπτος
β) (για κοπέλες) αγνή, παρθένα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + ’γγίζω ή < αγγίζω, όπου η σημασία της στερήσεως δημιουργήθηκε από το αρκτικό α- και τον αναβιβασμό του τόνου].