άλμη

Greek Monolingual

η (Α ἅλμη) (νεοελλ. και άρμη)
1. το θαλασσινό νερό, και ιδιαίτερα το νερό της αλυκής, που έχει υποστεί μερική εξάτμιση
2. λεπτό στρώμα αλατιού που απομένει στο σώμα ή το έδαφος ύστερα από την εξάτμιση του θαλασσινού νερού
3. νερό μέσα στο οποίο έχει διαλυθεί αλάτι, σαλαμούρα
αρχ.
1. το νερό της θάλασσας, η θάλασσα
2. η αλμυρότητα του εδάφους ως στοιχείο της κακής του ποιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅλς.
ΠΑΡ. αλμυρός
αρχ.
ἁλμαία, ἁλμάς, ἁλμεύω, ἁλμήεις, ἅλμια, ἁλμώδης, ἁλμῶ
μσν.
ἁλμίζομαι.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἁλμοπότις
μσν.
ἁλμαποτίστρια
νεοελλ.
αλμοδοχείο].