άρκτος

Greek Monolingual

η (AM ἄρκτος)
1. η αρκούδα
2. «Μεγάλη και Μικρή Άρκτος» — οι ομώνυμοι αστερισμοί
αρχ.
1. ο αστερισμός της Μεγάλης Άρκτου
2. ο Βορράς, ο Βόρειος Πόλος
3. «ἑτέρα ἄρκτος» — ο Νότιος Πόλος
4. (στην Αθήνα) κορίτσι στην υπηρεσία της Βραυρωνίας Αρτέμιδος
5. είδος καβουριού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η ελλ. λ. άρκτος συνδέεται με αρχ. ινδ. ŗksa- αβ. arša-, αρμ. arj, λατ. orcsos > ursus, ιρλ. art. Πρόβλημα παρουσιάζει η προέλευση του συμπλέγματος -κτ-, το οποίο δεν μπορεί να ερμηνευθεί ούτε από ΙΕ.-kt-, που θα κατέληγε σε αρχ. ινδ. -st- ούτε από IE.-ks-, που στην Ελληνική αποδίδεται με -ξ-. Η πιο πιθανή εξήγηση είναι ότι η Ινδοευρωπαϊκή διέθετε κλειστούς φθόγγους (άηχα και ηχηρά δασέα), οι οποίοι κατά την άρθρωσή τους ακολουθούνταν από συριστικό με πολύ βραχύχρονη διάρκεια (π.χ. ks και g2h). Έτσι, το ελλην. σύμπλεγμα -κτ- στις άλλες ινδοευρ. γλώσσες αποδίδεται ως εξής: αρχ. ινδ. ks, αβ. š ή , αρμ. č, λατ. cs, αρχ. άνω γερμ. hs, ιρλ. t και ο τ. άρκτος ανάγεται σε IE. ŗksos. Η ονομασία άρκτος δόθηκε από τους αρχαίους ήδη χρόνους σε δύο αστερισμούς (Μεγάλη και Μικρή Άρκτος), αν και το σχήμα τους δεν παρουσιάζει καμμιά ομοιότητα με την αρκούδα. Επειδή οι αστερισμοί αυτοί ανήκουν στο Βόρειο Ημισφαίριο, το ουσ. άρκτος κατέληξε να σημαίνει «Βορράς, Βόρειος Πόλος».
ΠΑΡ. άρκτειος, αρκτικός
αρχ.
αρκτεύω, άρκτιος, αρκτώος
νεοελλ.
Αρκτία, αρκτιδεύς.
ΣΥΝΘ. Αρκτούρος
αρχ.
αρκτοειδής, Αρκτοφύλαξ
μσν.
αρκτόμορφος
(μσν.-νέοελλ.) αρκτοτρόφος
νεοελλ.
Άρκτιτις, αρκτόδερμα, Αρκτοκήβος, Αρκτομήκων, Αρκτοστάφυλος].