άχθομαι
Greek Monolingual
ἄχθομαι (Α)
1. έχω επάνω μου βάρος, είμαι φορτωμένος
2. στενοχωριέμαι, υποφέρω
3. αγανακτώ, οργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Τα άχθομαι και άχθος, η μεταξύ των οποίων σχέση είναι ασαφής, αποτελούν ομηρικές ήδη λέξεις αβέβαιης ετυμολ. Αρχικώς η λ. σήμαινε «βάρος, φορτίο», υστερογενώς δε σήμαινε «λύπη, οδύνη». Η πρωταρχική σημασία των λέξεων οδηγεί σε συσχετισμό με το ρ. άγω (με τη σημασία «μεταφέρω ως φορτίο», απ' όπου υποστηρίζεται ότι προέκυψαν οι σχετικές με το βάρος, φορτίο σημασίες των λέξεων), ενώ η προσέγγιση με το ρ. οχθώ («λυπούμαι πολύ, δοκιμάζω ψυχικό βάρος») δεν φαίνεται αποδεκτή για λόγους φωνητικούς και σημασιολογικούς. Τέλος, η υστερογενής, πιθ. παρετυμολογική, σύνδεση με τα φωνητικά όμοια άχομαι, άχνυμαι (λέξεις που εκφράζουν αποκλειστικά λύπη, στενοχώρια) συνετέλεσε στη σημασιολογική εξέλιξη των άχθομαι, άχθος στη σημ. «της στενοχώριας, της οδύνης, της ψυχικής πιέσεως».
ΣΥΝΘ. αρχ. επάχθομαι, συνάχθομαι, υπεράχθομαι].