ίζω

Greek Monolingual

ἵζω και δωρ. τ. ἵσδω (Α)
(μόνο στους ποιητές και στους μτγν. πεζογράφους
οι Αττικοί πεζογράφοι χρησιμοποιούν το καθίζω)
1. (μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω («ἐς θρόνον ἵζε», Ομ. Ιλ.
2. ιδρύω («βουλήν... ἷζε γερόντων» — συγκρότησε, ίδρυσε συμβούλιο γερόντων, Ομ. Ιλ.)
3. (μτβ.) στήνω, τοποθετώ, τάσσω
4. (στον μέσ. αόρ. α' και στον μέσ. μέλλ.) εἱσάμην και εἵσομαι
τιμώ τους θεούς στήνοντας αγάλματα, ιδρύοντας ναούς, βωμούς κ.λπ.
4. (αμτβ.) κάθομαι, τοποθετούμαι
5. κάθομαι ήσυχος, ησυχάζω
6. πέφτω, βυθίζομαι
7. μέσ. ἵζομαι
α) ενεδρεύω
β) (για στρατό ή στόλο) παίρνω θέση, στρατοπεδεύω
γ) (για πράγμα) καθιζάνω, κατακάθομαι, κατακαθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. έζομαι].