ίκω
Greek Monolingual
ἵκω (Α)
έρχομαι, φθάνω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Στη λεξιλογική ομάδα του ἵκω ορισμένοι τ. εμφανίζουν βραχύ ἵ- (πρβλ. ικάνω, ικνούμαι), ενώ άλλοι τ. μακρό ῖ- (πρβλ. ίκω, ίγμαι). Είναι δυνατόν, λοιπόν, η οικογένεια του ρ. ἵκω να ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα sīk- της ΙΕ ρίζας sēik- «φτάνω, πιάνω με το χέρι» και να συνδέεται με λιθουαν. siekin, siekti, με την ίδια σημ. Το ρ. ἵκω εικάζεται ότι ήταν αρχ. παρακμ. Έχει παράλλ. τ. ἱκάνω, που μαρτυρείται στην επική και λυρική ποίηση, ενώ στην τραγωδία μόνο μεμονωμένα, και ἱκνούμαι που απαντά συνήθως εν συνθέσει (πρβλ. αφ-ικνούμαι, εξ-ικνούμαι).
ΠΑΡ. ικανός, ικέτης
αρχ.
ικτήρ, ίκτωρ, ίξις.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. ανίκω, αφίκω, εξίκω, παρίκω, περιίκω, προΐκω, συνίκω].