αγκάλη

Greek Monolingual

η (Α ἀγκάλη)
1. ο χώρος εν είδει κόλπου, που σχηματίζεται ανάμεσα στο στήθος του ανθρώπου και στα χέρια του, τεταμένα προς τα εμπρός και λυγισμένα έτσι, που να δεχθούν και να σφίξουν κάποιον ή κάτι (αλλ. κόρφος, αγκαλιά)
2. οτιδήποτε περικλείει ή περισφίγγει κάτι με τρυφερότητα και απαλότητα
«η αγκάλη των κυμάτων»
3. ό,τι μπορεί να χωρέσει μεμιάς στην αγκάλη του ανθρώπου (αλλ. αγκαλίδα)
νεοελλ.
1. απάνεμο μέρος ανάμεσα σε δύο ακρωτήρια, ορμίσκος, κόλπος
2. εσοχή σε βουνοπλαγιά, όμοια με κολπίσκο
3. φρ. «με ανοιχτές αγκάλες», με μεγάλη ευχαρίστηση ή προθυμία
μσν.
1. (ειδικότ.) το στήθος της γυναίκας
2. είδος πολεμικής μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. προέρχεται από τον επαυξημένο με λ- τύπο της ρίζας ἀγκ-.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγκαλίζομαι, ἀγκαλίς
νεοελλ.
αγκαλιά, αγκαλίζω, αγκαλίτσα].