αγορεύω
Greek Monolingual
(Α ἀγορεύω)
εκφωνώ λόγο σε δημόσια συγκέντρωση, δημηγορώ
νεοελλ.
(ειρωνικά) μιλώ σαν ρήτορας, ρητορεύω
αρχ.
1. λέω, μιλώ, αναφέρω
2. αναγγέλλω, διακηρύσσω
3. συμβουλεύω, παρακινώ
4. ορίζω
5. αποδεικνύω, φανερώνω, υποδηλώνω
6. φρ. «κακῶς ἀγορεύω τινά», κακολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγορά.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγόρευσις, ἀγορευτής, ἀγορευτήριον μσν. ἀγορευτός.