(-έω) (Α ἀθετῶ)
θέτω κατά μέρος, παραμελώ, αγνοώ, παραβιάζω (συμφωνία, υπόσχεση ή όρκο)
αρχ.
1. απορρίπτω, ακυρώνω, αρνούμαι κάτι
2. διαφωνώ
3. αδιαφορώ, περιφρονώ
4. επαναστατώ
5. γραμμ. απορρίπτω λέξη, χωρίο ή γραμματικό τύπο ως νόθο, οβελίζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άθετος].