αιθρία

Greek Monolingual

η (Α αἰθρία)
ανέφελος και καθαρός ουρανός, ξαστεριά, καλοκαιρία
αρχ.
καθαρός και ψυχρός νυχτερινός αέρας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. αἰθρία αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. θηλ. του επιθ. αἴθριος, αἰθρία, αἴθριον (πρβλ. φιλία, η < φίλιος, -ία, -ιον, πολεμία, η < πολέμιος, -ία, -ιον), όπως και το ουσιαστικοποιημένο ουδ. αἴθριον, το, ή παράγεται απ' ευθείας από το αἰθήρ.
ΠΑΡ. αιθριάζω αρχ. αἰθριῶ].