αινώ
Greek Monolingual
(-έω) (Α αἰνῶ)
(νεοελλ.-μσν.) (με θρησκ. σημ.) δοξολογώ, υμνώ «αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν τοῖς ὑψίστοις»
αρχ.
1. λέγω, μιλώ για κάποιον ή κάτι
2. επαινώ, επιδοκιμάζω, εξυμνώ
3. συνιστώ, συμβουλεύω
4. συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω, συναινώ
5. υπόσχομαι, τάζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το ρ. αἰνῶ παράγεται από το αἶνος. Αντίθετα προς τη μεγάλη παραγωγικότητα του ρ. αἰνῶ στην αρχαία, που έδωσε τα σύνθετα συν-αινῶ, δι-αινῶ, κατ-αινῶ (και συγκαταινῶ) και κυρίως τα ἐπαινῶ και παραινῶ με πλήθος περαιτέρω συνθέσεων (ἐπαινῶ: συν-επαινῶ, προ-ε-παινῶ, ὑπερ-επαινῶ, προσ-επαινῶ, ἀντ-ε-παινῶ και παρ-αινῶ: ἀντι-παραινῶ, συμ-παραινῶ, προ-παραινῶ, προσ-παραινῶ), η Νέα Ελληνική διατήρησε κυρίως τα επαινώ (και υπερ-επαινώ, λιγότερο το αντ-επαινώ), και συναινώ, με περιορισμένη χρήση του παραινώ.
ΠΑΡ. αρχ. αἴνεσις, aἰνέτης.
ΣΥΝΘ. επαινώ, παραινώ, συναινώ
αρχ.
διαινῶ, καταινῶ].