αλιτήριος

Greek Monolingual

-ια, -ιο (Α ἀλιτήριος, -ιον)
σκληρός, αδίσταχτος, κακοήθης, δόλιος, κατεργάρης
αρχ.
1. αυτός που διαπράττει αμάρτημα, άδικος, ασεβής, ανόσιος
2. αυτός που φέρνει την καταστροφή, τον όλεθρο, πληγή, μάστιγα
3. αίτιος, ένοχος για κάτι
4. εκδικητής δαίμονας, τιμωρός θεός (βλ. και ἀλάστωρ).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλιταίνω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλιτηριώδης].