ανάληψη

Greek Monolingual

η (Α ἀνάληψις)
1. το να πάρει κανείς πάλι κάτι που είχε δώσει, επανάκτηση, ανάκτηση
στα νεοελλ. λέγεται κυρίως όταν αποσύρει κανείς τα χρήματα που είχε καταθέσει στην Τράπεζα κ.α.
2. το να αποδεχθείς μια θέση ή αξίωμα και να αρχίσεις να ασκείς τα καθήκοντά σου
3. (στην Ιατρ.) επανάκτηση τών σωματικών δυνάμεων μετά από ασθένεια, ανάρρωση
4. (Εκκλ.) α) η άνοδος του Χριστού στους ουρανούς
β) η χριστιανική κινητή εορτή ή και ο ναός που είναι αφιερωμένος στην ανάληψη του Χριστού
νεοελλ.
1. αποδοχή εκτελέσεως έργου ή υποχρεώσεως
2. φρ. «έγινε της αναλήψεως», για κάτι που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς και πιθανότατα το έκλεψαν
αρχ.
1. λήψη προς τα επάνω, ανάρτηση μέλους του σώματος με επίδεσμο ή ιμάντα, κρέμασμα
2. παραδοχή, αναγνώριση παιδιού στην οικογένειά του
3. απόκτηση γνώσης
4. ανάκτηση της μνήμης
5. επανόρθωση σφάλματος
6. ξεκούραση μετά από κοπιαστική εργασία
7. επισκευή, αποκατάσταση
8. το εκ νέου χτίσιμο πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλαμβάνω.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ἀναλήψιμος].