ανάπτυξη

Greek Monolingual

η (Α ἀνάπτυξις)
γραπτή ή προφορική λεπτομερής αναφορά σε ένα θέμα, διευκρίνιση, διασάφηση, εξήγηση
νεοελλ.
1. ξεδίπλωμα, ξετύλιγμα, άνοιγμα συνεπτυγμένου πράγματος
2. αύξηση τών διαστάσεων του σώματος εφήβου
3. προαγωγή και επίδοση στα γράμματα, στις τέχνες και γενικά στον πολιτισμό, εξέλιξη
4. ειδικ. η προαγωγή της οικονομίας μιας χώρας, ώστε αυτή να φθάσει το επίπεδο τών ανεπτυγμένων ξεφεύγοντας από την υπανάπτυξη
5. η άρθρωση νέου φθόγγου ανάμεσα σε δύο που προϋπάρχουν
αρχ.
άνοιγμα κλειστού πράγματος (π.χ. του στόματος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπτύσσω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναπτυξιακός].