αναρπάζω

Greek Monolingual

(AM ἀναρπάζω)
1. σκύβω και αρπάζω κάτι από το έδαφος, αρπάζω προς τα επάνω
2. παίρνω κάτι με τη βία, το αρπάζω και το παίρνω μαζί μου
3. κυριεύω με έφοδο, λαφυραγωγώ
αρχ.
1. σέρνω, τραβώ με τη βία
2. αρπάζω κάτι από τη μέση, κάνω απαγωγή, απάγω
3. αρπάζω, κλέβω
4. σώζω, διασώζω, λυτρώνω, γλυτώνω
5. αρπάζω από την αγορά, αγοράζω εμπόρευμα σε χαμηλή τιμή για να το πουλήσω σε υπερβολική, με αισχροκέρδεια
6. (για τον ήλιο) κάνω να εξατμιστεί η υγρασία της γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + αρπάζω.
ΠΑΡ. αναρπαγή
αρχ.
αναρπάγδην, αναρπαστός
νεοελλ.
ανάρπαγος, ανάρπαστος].