(Α ἀνατείνω)ανυψώνω, τεντώνω προς τα επάνωνεοελλ.τεζάρω, τεντώνωαρχ.1. υψώνω απειλητικά2. επαυξάνω, εντείνω3. επεκτείνω, απλώνω4. (αμτβ.) εκτείνομαι, καταλαμβάνω έκταση, φθάνω μέχρι.