(AM ἀναφαίνω, -ομαι)
προβάλλω, παρουσιάζομαι, έρχομαι στο φως
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. κάνω κάτι να δώσει φλόγα, να λάμψει
2. γεννώ, παράγω
3. φανερώνω, καθιστώ γνωστό
4. ανακηρύσσω, αναγορεύω
5. ορίζω, ιδρύω
II. (μέσ., -ομαι)
1. φαίνομαι πάλι
2. ανακηρύσσομαι
3. αποδεικνύομαι.