ανθίσταμαι

Greek Monolingual

(AM ἀνθίσταμαι, αρχ. κ. ενεργ. ανθίστημι)
1. προβάλλω άμυνα, αντιστέκομαι, εναντιώνομαι, παίρνω θέση μάχης εναντίον κάποιου
2. εξακολουθώ να προβάλλω αντίσταση, βαστώ
αρχ.
ενεργ.
1. τοποθετώ, στήνω κάτι απέναντι σε κάτι άλλο
2. παραλληλίζω, παραβάλλω, συγκρίνω
2. (μέσ., -παθ.) (για πράγματα) έχω δυσμενή έκβαση.