αντάρα
Greek Monolingual
η (Μ ἀντάρα)
1. αποστασία
2. στενοχώρια
νεοελλ.
1. θύελλα με σφοδρό άνεμο και συννεφιά
2. αναταραχή, ανακάτωμα
3. σκοτείνιασμα τ’ ουρανού, ομίχλη
4. σκοτούρα του νου, σύγχυση
5. θόρυβος, αναστάτωση
6. βοή
7. διασκέδαση, ξεφάντωμα
8. στενοχώρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναταράσσω ή ενταράσσω, υποχωρητικά (πρβλ. αρμάζω-άρμα, γνωρί-ζω-γνώρα, έκλαψα-κλάψα κ.ά.). Άλλες υποθέσεις για την προέλευση της λ. λιγότερο πιθανές είναι: αντάρα < αρχ. ανταερία «αντίθετος άνεμος» (πρβλ. αντανεμία), αντάρα < ανταύρα, αντάρα < ανταίρω].