αποκηρύσσω

Greek Monolingual

(AM ἀποκηρύσσω, Α κ. -ττω)
1. απαρνούμαι, αποδοκιμάζω δημόσια
2. αρνούμαι την πατρότητα τέκνου, αποκληρώνω
3. εκκλ. αποκόπτω κάποιον από τη χριστιανική κοινότητα, τον αφορίζω
νεοελλ.
απαρνούμαι όσα δεχόμουν προηγουμένως
αρχ.
1. γνωστοποιώ δημόσια με κήρυκα
2. διαλαλώ με κήρυκα το εμπόρευμά μου
3. απαγορεύω με προκήρυξη
4. αποδιώκω, εξορίζω.