απομιμούμαι
Greek Monolingual
(AM ἀπομιμοῦμαι, -έομαι)
μιμούμαι ακριβώς, ενεργώ κατ' απομίμηση
νεοελλ.
1. αντιγράφω πρωτότυπο, κατασκευάζω ομοίωμα
2. παραποιώ με σκοπό την εξαπάτηση, πλαστογραφώ, παραχαράσσω
αρχ.
προσπαθώ να εκφράσω κάτι με κάτι άλλο.