ας
Greek Monolingual
(I)
ἆς (αιολ.) και ἇς δωρ. (Α)
έως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἇFoς < ἇος < ἇς, με συναίρεση. Ο αιολ. τ. ἇς, με αιολική ψίλωση, ενώ ο αντίστοιχος τ. της Ιων.-Αττικής είναι ἕως].
(II)
μόριο που δηλώνει: 1. συγκατάθεση, παραχώρηση ή αποδοχή
2. ευχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. < (προστακτική) άφες (του αρχ. ρ. αφίημι «αφήνω»), που προήλθε με συγκοπή. Στους μετακλασικούς χρόνους απαντά ως παρακελευσματικό μόριο πριν από ρηματικούς τύπους. Απίθανη θεωρείται η άποψη ας < έασε, προστ. του ρ. εώ «επιτρέπω, αφήνω», γιατί ο τ. έασε δεν είχε ανάλογη χρήση].