αστέρας

Greek Monolingual

ο (AM ἀστήρ, -έρος)
1. αυτόφωτο ουράνιο σώμα, άστρο
2. έξοχος, υπέροχος («αστέρες του κινηματογράφου» «φανερώτατον ἀστέρ' Ἀθήνας», για τον Ιππόλυτο -Ευρ.)
νεοελλ.
1. το άστρο της αυγής, ο αυγερινός
2. κόσμημα ή παράσημο σε σχήμα άστρου
μσν.- νεοελλ.
(λειτουργ.) ο αστερίσκος
αρχ.-μσν.
το άστρο της Βηθλεέμ
αρχ.
1. η φλόγα, η λάμψη
2. «ἀστὴρ πέτρινος» — ο αερόλιθος
3. ο αστερίας
4. κοινή ονομασία φυτικών ειδών του γένους Αστήρ
5. ονομασία ωδικού πτηνού
6. πηλός της Σάμου που τον χρησιμοποιούσαν για σφραγίδες καθώς και στη φαρμακευτική
7. ονομασία διαφόρων ειδών φαρμάκων
8. διακοσμητικό μοτίβο της αρχιτεκτονικής
9. είδος επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άστρο].