αταλός
Greek Monolingual
ἀταλός, -ή, -όν (Α)
Ι. 1. (για νεαρής ηλικίας πρόσωπα ή ζώα) ανάλαφρος, λεπτός, ευαίσθητος
2. νεανικός, ζωηρός
3. τρυφερός, στοργικός
4. υπάκουος, ευπειθής
II. επίρρ. ἀταλῶς («ἀταλώτατα παίζει») χορεύει πιο ανάλαφρα — στην επιγραφή του Διπύλου).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. αυτής της οικογένειας (αταλός, ατάλλω, ατιτάλλω, αταλάφρων) παραμένουν δυσερμήνευτες τόσο ετυμολογικά όσο και σημασιολογικά. Είναι όροι που χρησιμοποιούνται κυρίως για τα παιδιά, και γενικότερα για την παιδική ηλικία και τη νεότητα. Υποστηρίχθηκαν δύο βασικές απόψεις για την ετυμολ. του τ. αταλός. Η πρώτη, βασιζόμενη στα σημασιολογικά δεδομένα (πρβλ. ατιτάλλω «ανατρέφω, καλοπιάνω ένα παιδί», ατάλλω «ανατρέφω, καλοπιάνω, παίζω» και αταλός «αυτός που καλοπιάνεται, θωπεύεται, ο νέος, ο τρυφερός»), θεωρεί ότι ο τ. αταλός έχει προέλθει από το άττα «πατερούλης», αρχική σημασία «(ανα)τροφέας», εκφραστική λ. της παιδικής γλώσσας. Κατά τη δεύτερη υπόθεση ο τ. αταλός προήλθε από τον τ. αταλάφρων, που με παρέκταση έγινε αταλαφρονέων (όπως δολοφρονέων από δολόφρων), το οποίο με τη σειρά του έδωσε το επίθ. αταλός έπειτα από τη διάσπασή του στο αίσθημα των ομιλητών της γλώσσας σε δύο λ.: αταλά φρονέων].