αφή
Greek Monolingual
η (AM ἀφή)
1. μία από τις πέντε αισθήσεις, κατά την παραδοσιακή ταξινόμησή τους, με την οποία μπορούμε να αντιληφθούμε με το άγγιγμα τη στιλπνότητα, σκληρότητα κ.λπ. μιας επιφάνειας ή το σχήμα ενός αντικειμένου χωρίς τη βοήθεια της όρασης
2. άγγιγμα, επαφή
αρχ.
1. το να ανάβει κανείς φως ή φωτιά («περι λύχνων ἀφάς» — την ώρα που ανάβουν τα λυχνάρια, το σούρουπο)
2. το να χτυπάει κανείς τις χορδές μουσικού οργάνου
3. (για παλαιστές) λαβή, πιάσιμο
4. η άμμος που έβαζαν οι παλαιστές στο σώμα τους αφού αλείφονταν με λάδι, ώστε να μπορεί να πιάνει ο ένας τον άλλο χωρίς να γλιστρούν τα χέρια τους
5. (μαθ.-φυσ.) επαφή δύο επιφανειών
6. άρθρωση, αρμός του σώματος
7. μόλυνση, μετάδοση μολυσμα τικής αρρώστιας, κυρίως της λέπρας
8. πληθ. ἁφαί
μαστιγώματα, χτυπήματα και γενικά τραύμα, πληγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άπτω. Ο τ. αφή με ανομοίωση δασέων.
ΣΥΝΘ. επαφή
αρχ.
εξαφή, συναφή.