αφορίζω
Greek Monolingual
(AM ἀφορίζω) ορίζω
αποκόπτω κάποιον πιστό από το σώμα της Εκκλησίας
νεοελλ.
Ι. (η μτχ. παθ. παρακμ.) αφορισμένος και αφορεσμένος, -η, -ο
1. αυτός που έχει αφοριστεί από τις εκκλησιαστικές αρχές
2. ο καταραμένος
3. αισχρός, διεστραμμένος
αρχ.
Ι.1. ορίζω τα όρια ενός τόπου
2. έχω ως σύνορο
3. καθορίζω, δίνω τον ορισμό ενός πράγματος
4. αποκόπτω, αποχωρίζω
5. φέρω σε πέρας, τελειώνω
6. εξοστρακίζω, εξορίζω
7. διαλέγω, ξεχωρίζω για ένα αξίωμα ή υπούργημα
8. ἀφορίζομαι
αποσπώ, ξεχωρίζω για τον εαυτό μου, αποκτώ
II. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.)
1. «οὐσία ἀφωρισμένη» — υποθηκευμένη περιουσία
2. ως ουσ. τὰ ἀφωρισμένα
ορισμένες υποθέσεις
3. (η μτχ. ενεργ. αορ. ως επίρρ.) ἀφορίσας
ορισμένως, οριστικά
III. φρ.
1. «ἀφορίζομαι περί τινος» — παρέχω, κάνω ορισμένες προτάσεις για μια υπόθεση
2. «ἔκ τινων ἀφωρισμένων» — από ορισμένη τάξη ή κατηγορία ανθρώπων
3. «ἀφωρισμένος τέχνην» — έχοντας διαλέξει για τον εαυτό μου ή έχοντας ως επάγγελμα μια τέχνη.