βλαστός

English (LSJ)

ὁ,
A shoot, Hdt.6.37, 8.55, Thphr. HP 3.6.3. Arist.Col.795a4, GA731a9, POxy.1692.20; bud, Thphr. HP 1.8.4, CP1.11.4; embryo, germ, Id.HP8.2.2; ὁ τοῦ β. καιρός, i.e. Spring, D.S.17.82.
2 blossom, β. κρίνου LXX 3 Ki.7.24.
II offsprmg, S.Fr.341, Epigr.Gr.224 (Samos).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I concr.
1 brote, retoño, vástago de plantas, Hdt.6.37, 8.55, Thphr.HP 3.6.2, 3, Str.7.5.8, Plu.2.968a, ἀμπέλου βλαστοί sarmientos Plu.2.1049c, PLugd.Bat.20.52.9, 64.14 (III a.C.)
de cada una de las partes: tallo Arist.GA 731a9, 739b37, Thphr.HP 1.6.11, Placit.5.26.4 (= Emp.A 70)
fig. ἀνεφύοντο ... δύο βλαστοί, ἥ τε Ρωμαίων ἀρχὴ καὶ ἡ εὐσεβὴς διδασκαλία Eus.LC 16
yema, botón Hp.Nat.Puer.23, τὸν βλαστὸν τοῦ κλήματος X.Oec.19.8
capullo β. κρίνου LXX 3Re.7.12, 2Pa.4.5, cf. Const.App.5.7.26
fruto, Ep.Barn.7.8b.
2 de pers. descendencia en sent. genealógico, S.Fr.341, GVI 1121.6 (Samos II/I a.C.), Artem.2.9, Dion.Ar.DN 2.7.
II abstr. brote, generación β. καὶ αὔξησις Hp.Nat.Puer.23, κατὰ τὸν τοῦ βλαστοῦ καιρόν D.S.17.82.

German (Pape)

[Seite 448] ὁ, Keim, Trieb, junges Blatt und Zweig, Schuß, Her. 6, 37. 8, 55; Arist. u. Sp., z. B. Plut. Rom. 20 βλαστοὺς ἀνῆκε γῆ. Übertr. Sohn, Soph. frg. 314; Ap. Rh. 5, 1371; – ὁ τοῦ βλαστοῦ καιρός, die Zeit des Keimens, D. Sic. 17, 82.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
jeune pousse, bourgeon.
Étymologie: cf. βλαστάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλαστός -οῦ, ὁ βλαστάνω scheut, spruit (van planten).

Russian (Dvoretsky)

βλαστός:
1 росток, отпрыск, побег, Her., Arst., Plut.;
2 зародыш Arst.;
3 отпрыск, дитя Soph.;
4 произрастание (τῶν φυτῶν Plut.): ὁ τοῦ βλαστοῦ καιρός Diod. пора прозябания, т. е. весна.

Greek (Liddell-Scott)

βλαστός: ὁ, (βλαστάνω) βλαστάρι, κλωνάρι, Λατ. germen, Ἡροδ. 6. 37., 8. 55, Ἀριστ. π. Χρωμ. 5, 8, κ. ἀλλ.· ὁ τοῦ βλαστοῦ καιρός, δηλ. τὸ ἔαρ, Διόδ. 17. 82· ― ὡσαύτως βλαστόν, τό, Νίκ. Ἀποσπ. 2. 20. ΙΙ. ἐπὶ ζῴων, ὁ γόνος, τὸ σπέρμα, Ἀριστ. π. Ζ. Γ.1. 23, 2., 2. 4, 32· τέκνον, γέννημα, Σοφ. Ἀποσπ. 314, Ἐπιτύμβ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2258.

Greek Monolingual

ο (AM βλαστός, Α και βλαστόν, το)
1. ο κυλινδρικός, ραβδόμορφος άξονας, ο οποίος φέρει τα φύλλα και τα συνδέει με τις ρίζες
2. κλώνος φυτού, κλαδί
3. γέννημα, τέκνο
αρχ.
1. (για ζώα) γόνος, σπέρμα
2. βλάστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. βλαστάνω.

Greek Monotonic

βλαστός: ὁ (βλαστάνω), βλαστάρι, παραβλάσταρο, ριζοβλάσταρο, Λατ. germen, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

βλαστάνω
a sprout, shoot, sucker, Lat. germen, Hdt.