γλισχρότης

English (LSJ)

γλισχρότητος, ἡ,
A stickiness, Arist.HA517b28, Thphr.CP1.6.4, etc.; slipperiness, Plb.26.1.14, Luc.Anach.29.
II metaph., parsimony, stinginess, opp. τρυφή, Arist.Pol.1326b38; meanness, Plu. Them.5, 2.125e.
2 γλισχρότης ὀνομάτων the 'birdlime' of verbiage (as clogging the intelligence), Ph.1.146.

Spanish (DGE)

γλισχρότητος, ἡ
1 viscosidad, substancia viscosa u oleaginosa ἔνεστι δ' ἐν τοῖς δέρμασι πᾶσι γ. μυξώδης Arist.HA 517b28, γλισχρότης χυμῶν Gal.9.745, ref. a un ungüento, Plb.26.1.14, Luc.Anach.29, Gal.17(2).46, Thphr.CP 1.6.4.
2 fig. tacañería, avaricia, mezquindad op. τρυφή Arist.Pol.1326b38, μικρολογία καὶ γ. Plu.2.125e, Them.5
meticulosidad γλισχρότης ὀνομάτων Ph.1.146.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
subtilité, esprit de chicane.
Étymologie: γλίσχρος.

Greek (Liddell-Scott)

γλισχρότης: γλισχρότητος, ἡ, ἰδιότης τοῦ γλίσχρου· ἡ κολλητικότης, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 11, 2, κτλ. ΙΙ. μεταφ., φειδωλία, μικρολογία, μικροπρέπεια, ὁ αὐτ. Πολ. 7. 5, 2. 2) ἐπὶ φιλονικιῶν ἢ συζητήσεων, μηδαμινότης, ἀθλιότης, Πλούτ. 2. 125Ε· πρβλ. τὸ προηγ.

German (Pape)

ητος, ἡ, Zähigkeit, Klebrigkeit, μυξώδης Arist. H.A. 3.11; Plut.; übertragen,
a Kargheit, Geiz, Arist. Pol. 7.5, Gegensatz τρυφή.
b Kleinlichkeitskrämerei, καὶ μικρολογία Plut. Them. 5.

Russian (Dvoretsky)

γλισχρότης: γλισχρότητος ἡ
1 тягучесть, густота (τοῦ ἐλαίου Arst.);
2 вязкость, клейкость (μυξώδης Arst.);
3 скупость, скаредность Arst.;
4 мелочность, придирчивость (γ. καὶ μικρολογία Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλισχρότης γλισχρότητος, ἡ γλίσχρος kleverigheid; overdr. gierigheid, krenterigheid.

Translations

viscosity

Afrikaans: viskositeit; Arabic: لِزُوجَة; Bulgarian: вискозност; Catalan: viscositat; Chinese Mandarin: 粘性, 粘度; Dutch: viscositeit; Finnish: viskoosisuus, sitkaus; French: viscosité; Galician: viscosidade; Georgian: სიბლანტე, მწებვარობა; German: Zähflüssigkeit, Viskosität; Greek: ιξώδες; Ancient Greek: γλίσχρασμα, γλισχρότης, ξυνέχεια, συνέχεια, τὸ γλίσχρον, τὸ γλοιῶδες; Hindi: श्यानता; Ido: viskozeso; Irish: bealaitheacht, glóthaí, righneacht, slaodacht; Italian: viscosità; Japanese: 粘性, 粘度; Malay: kelikatan; Polish: lepkość; Portuguese: viscosidade; Russian: вязкость; Slovene: viskóznost; Spanish: viscosidad; Thai: ความหนืด; Ukrainian: в'язкість; Vietnamese: nhớt, sền sệt, lầy nhầy

stinginess

Azerbaijani: simiclik; Breton: tostoni; Dutch: gierigheid; Faroese: gírni; French: radinerie; Georgian: ხელმოჭერილობა, სიძუნწე; German: Geiz, Knauserei; Greek: τσιγκουνιά, καρμιριά, σφιχτοχεριά, σπαγκιά, ματζιριά; Ancient Greek: ἀκρίβεια, ἀκριβείη, ἀκριβολογία, ἀμεταδοσία, ἀνελευθερία, ἀνελευθεριότης, γλισχρία, γλισχρότης, εὐτέλεια, εὐτελείη, εὐτελίη, κιμβεία, κιμβικεία, κιμβικία, κινάβρα, κνιπεία, μικροδοσία, μικρολογία, σμικρολογία, φειδωλία; Irish: péisteánacht, cinnteacht, cruacht, ceacharthacht, sprionlaitheacht, gortaíl, cruáil, cruálacht, cruas, caillteacht, gannchúis, stinsireacht, neoid; Italian: taccagneria, tirchieria, avarizia, grettezza, pitoccheria, spilorceria; Latin: avaritia; Norwegian: gjerrighet; Romanian: avariție, zgârcenie, parcimonie; Russian: жадность, скупость; Slovene: skopušnost; Spanish: tacañería; Tagalog: kakulpitan, kakuriputan; Turkish: cimrilik