δαρδάπτω
English (LSJ)
aor. subj. δαρδάψῃ Opp.H.4.628; inf. δαρδάψαι, Hsch.: pf. δεδάρδαφα, Id.:—devour, of wild beasts, Il.11.479, Hp.Ep.17, etc.; κτήματα, χρήματα δαρδάπτουσιν, they devour one's patrimony, Od.14.92, 16.315, cf. Ar.Nu.711; δ. με πόθος Εὐριπίδου Id.Ra.66: in late Prose, Luc.Nec.14. (Perh. dissim. from *δαρ-δṛπτω, cf. δρέπω.)
Spanish (DGE)
devorar de las fieras ὠμοφάγοι μιν θῶες ἐν οὔρεσι δαρδάπτουσιν los carnívoros chacales lo devoran en los bosques, Il.11.479, paród. cóm. οἱ Κορίνθιοι ... τὰς πλευράς Ar.Nu.711, σε δαρδάπτει Διὸς αἰετός AP 12.220 (Strat.), Ἀκταίωνα Nonn.D.5.334, πώεα ... λύκοις ὑποδεῳθέντα Q.S.3.355, cf. Ar.Fr.425, Hp.Ep.17.8, Luc.Nec.14, Opp.H.4.628, Q.S.5.448, en v. pas. τὰ δ' ὑπ' ὀδοῦσι νηλεῶς δαρδάπτεται otras son devoradas cruelmente por sus dientes Amph.Seleuc.142
•de pers. διόπερ ἐπὶ τῶν ἀπλήστως καὶ θηριωδῶς ἐσθιόντων τὸ δάψαι καὶ δαρδάψαι por eso para los que comen desmesuradamente y como bestias (se usan) ‘δάψαι’ y ‘δαρδάψαι’ Ath.363a, τάχα δαρδάψεις καὶ φίλον AP 11.379.4 (Agath.)
•fig. κτήματα δαρδάπτουσιν devoran sus posesiones, Od.16.315, τοιουτοσὶ τοίνυν με δαρδάπτει πόθος Εὐριπίδου un deseo así de Eurípides me devora Ar.Ra.66
•desgarrar Hsch.
• Etimología: Prob. forma c. red. intensiva de δάπτω q.u., aunque hay otras propuestas: a) rel. δρέπω; b) de *δαρ-δραπτω; c) comp. de δαρδα-δάπτω.
German (Pape)
[Seite 523] zerreißen; reduplicirte Nebenform von δάπτω, vgl. ἀταρτηρός ἀτηρός. Bei Homer dreimal, in der Form δαρδάπτουσιν: Iliad. 11, 479 ὠμοφάγοι μιν (ἔλαφον) θῶες ἐν οὔρεσι δαρδάπτουσιν; ματα (κτήματα) δαρδάπτουσιν ὑπέρβιον, οὐδ' ἔπι φειδώ. – Folgende: τὰς πλευρὰς δαρδάπτουσιν Ar. Nub. 711; übertr., τοι ουτοσὶ πόθος Εὐριπ ίδου με δαρδ. Ran. 66; auch sp. D., wie Strat. 62 (XII, 220). – Hesych. hat das perf. δεδάρδαφε.
French (Bailly abrégé)
déchirer ; dévorer au pr. et au fig.
Étymologie: cf. δάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαρδάπτω [~ δάπτω] verslinden, verscheuren:; μιν θῶες... δαρδάπτουσιν hem verslinden de jakhalzen Il. 11.479; overdr.: κτήματα δαρδάπτουσιν zij verkwisten de bezittingen Od. 16.315; τοιουτοσὶ... με δαρδάπτει πόθος Εὐρίδου dat is het soort verlangen naar Euripides dat mij verscheurt Aristoph. Ran. 66.
Russian (Dvoretsky)
δαρδάπτω: Hom., Arph., Luc. = δάπτω 1 - 3.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
δαρδάπτω (Α)
1. (για θηρία) καταβροχθίζω
2. φρ. «δαρδάπτω χρήματα, κτήματα κ.λπ.» — κατατρώω, κατασπαταλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < δαρ-δαρπ-τω (πρβλ. δρέπω) με ανομοιωτική αποβολή του δεύτερου -ρ-. Κατ' άλλους ο τ. δαρδάπτω συνδέεται παρετυμολογικά με το δάπτω].
Greek Monotonic
δαρδάπτω: αναδιπλ. τύπος του δάπτω, σε Ομήρ. Ιλ.· κτήματα δαρδάπτουσιν, κατασπαταλούν την πατρική κληρονομιά, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
δαρδάπτω: ἐκτεταμένος τύπος τοῦ δάπτω, ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, Ἰλ. Λ. 479, κτλ.· κτήματα, χρήματα δαρδάπτουσιν, κατατρώγουσι τὴν πατρικὴν περιουσίαν τινός, Ὀδ. Ξ. 92, πρβλ. Π. 315· ὡσαύτως ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 711, Βατρ. 66.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: devour (Hom.)
Other forms: only present except δαρδάψῃ (Opp.), δαρδάψαι ῥῆξαι, σπαράξαι, δεδάρδαφε καταβέβρωκε H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Intensive reduplicated formation, with unclear ρ. To δάπτω? - Schwyzer 647.
Middle Liddell
[redupl. form of δάπτω
Il.: κτήματα δαρδάπτουσιν they devour one's patrimony, Od.
Frisk Etymology German
δαρδάπτω: {dardáptō}
Forms: nur im Präsensstamm bis auf δαρδάψῃ (Opp.), δαρδάψαι· ῥῆξαι, σπαράξαι, δεδάρδαφε· καταβέβρωκε H.
Grammar: v.
Meaning: zerreißen, verprassen (Hom., Hp., Ar., Luk.)
Etymology: Intensive Reduplikationsbildung, u. zw. entweder zu δάπτω mit schwer erklärbarem ρ oder, semantisch weniger ansprechend, aus *δαρδάρπτω bzw. *δαρδράπτω zu δρέπω. — Lit. bei Bq s. v., WP. 1, 764, Schwyzer 647.
Page 1,349