διάπλοος

English (LSJ)

διάπλοον, contr. διάπλους, διάπλουν,
I Adj., sailing across or sailing continually, δ. καθίστασαν λεών they kept them at the oar, A. Pers.382.
II as substantive, διάπλους, ὁ, a voyage across, passage, πρὸς τὸ Κήναιον Th.3.93; ἀπὸ τῆς οἰκείας Id.6.31.
2 room for sailing through, passage, δυοῖν νεοῖν for two ships abreast, Id.4.8.
3 cross-channel, Pl.Criti.118e.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): át. διάπλους
I que navega διάπλοον καθίστασαν ... πάντα ναυτικὸν λεών hicieron que toda la tropa marinera siguiera navegando A.Pers.382.
II subst. ὁ δ.
1 trayecto por mar, travesía, navegación βραχύς ἐστιν ὁ δ. Th.3.93, cf. 6.31, App.Hisp.19, τὸν διάπλουν αὐτῶν προκατέχοντας Plb.1.61.1, εἰς τὴν ἤπειρον D.S.3.21, cf. Str.3.1.8, τοῦ διάπλου τοῦ περὶ Ἄβυδον εἶρξαι App.Syr.28, cf. D.C.49.2.1, X.Eph.1.6.1, διάπλουν διήκειν Procop.Pers.1.19.18, ὁ Λειάνδροιο δ. AP 7.666 (Antip.Thess.).
2 concr. paso para la navegación, bocana δ. δυοῖν νεοῖν paso para dos naves Th.4.8, διάπλους ἐκ τῶν διωρύχων ... τεμόντες Pl.Criti.118e.

French (Bailly abrégé)

1οος, οον;
qui navigue à travers, qui navigue sans cesse.
Étymologie: διαπλέω.
2όου (ὁ) :
1 traversée, navigation;
2 passage pour des navires, chenal.
Étymologie: διαπλέω.

German (Pape)

zusammengezogen διάπλους, ὁ, das Durchfahren, Überfahren, Aesch. Pers. 380; Thuc. 3.93; Pol. und Sp.; die Durchfahrt, vom Ort, Plat. Criti. 118e.

Russian (Dvoretsky)

διάπλοος:
I стяж. διάπλους 2 переплывающий: διάπλοον καθιστάναι πάντα ναυτικὸν λεών Aesch. заставлять весь экипаж корабля грести.
II стяж. διάπλους
1 переезд по морю (πρὸς τὸ Κήναιον τῆς Εὐβοίας Thuc.);
2 путь переезда по морю (ὁ δυοῖν νεοῖν δ. Thuc.);
3 судоходный канал (διάπλους πρὸς τὴν πόλιν τέμνειν Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

διάπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, ουν. 1) ὡς ἐπίθ., διαπλέων, δ. καθίστασαν λεών, διετήρησαν εἰς τὴν κώπην, ἠνάγκασαν νὰ κωπηλατῶσι συνεχῶς. Αἰσχύλ. Πέρσ. 382. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., διάπλους, ὁ, διάπλευσις, διάβασις, πρὸς τόπον Θουκ. 9. 93, πρβλ. 6. 31. 2) τόποςμέρος κατάλληλον ὅπως περάσῃ τις πλέων, πέρασμα, δυοῖν νεοῖν, χωροῦν δύο πλοῖα κατὰ μέτωπον πλέοντα, ὁ αὐτ. 4. 8. 3) πορθμὸς ἢ πέρασμα διασταυροῦν ἕτερον, Πλάτ. Κριτί. 118Ε.

Greek Monotonic

διάπλοος: -ον, συνηρ. -πλους, -ουν·
I. 1. ως επίθ., αυτός που πλέει εξακολουθητικά, αυτός που πλέει διαρκώς· διάπλουν καθίστασαν λεών, τους διατήρησαν στα κουπιά, τους ανάγκασαν να κωπηλατούν συνεχώς, σε Αισχύλ.
II. 1. ως ουσ., διάπλους, , πέρασμα, διάπλευση, διάβαση, πρὸς τόπον, σε Θουκ.
2. τόπος ή μέρος από το οποίο μπορεί να περάσει κάποιος πλέοντας, πέρασμα· δυοῖννεοῖν, για δύο παραπλέοντα πλοία, στον ίδ.

Middle Liddell

1. as adj. sailing continually, διάπλουν καθίστασαν λεών they kept them at the oar, Aesch.
II. as substantive, a voyage across, passage, πρὸς τόπον Thuc.
2. room for sailing through, passage, δυοῖν νεοῖν for two ships abreast, Thuc.

Lexicon Thucydideum

traiectus, crossing over, 3.93.1, (ex Heraclea from Heraclea) 6.31.6,
transitus (navium), passing (of ships), 4.8.6.