διοικίζω

English (LSJ)

Att. fut. -ῐῶ D.5.10:—cause to live apart, disperse, opp. συνοικίζω, δ. τὰς πόλεις break them up into villages (κῶμαι), Isoc. 5.43, cf. Arist.Pol.1311a14; τὴν Θηβαίων πόλιν διοικιεῖν D. l. c.; δ. Μαντινεῖς ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους Plb.4.27.6:—Pass., διῳκίσθη ἡ Μαντίνεια τετραχῇ X.HG5.2.7; διῳκισμένοι κατὰ κώμας D.19.81: generally, to be scattered abroad, Pl.Smp. 193a; remove, migrate, ἐκ Κολλυτοῦ εἰς… Lys.32.14; διῳκισμένοι τινός separated from... Luc. Charid.19: metaph. of rich and poor, διῳκίσμεθα καὶ δύο πόλεις ἔχομεν D.H.6.36.

Spanish (DGE)

I 1dispersar, distribuir en aldeas la población de una ciudad Μαντινέας δὲ διῴκισαν Isoc.8.100, τὰς πόλεις Isoc.5.43, cf. D.5.10, Plu.Cam.7, τὸν ὄχλον Arist.Pol.1311a14, cf. Harp.s.u. διοικιεῖν, c. ac. y prep. ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους αὐτοὺς διοικίσαντες Plb.4.27.6, αὐτοὺς κατὰ κώμας διῴκισε D.S.2.28, en v. pas. διῳκίσθη δ' ἡ Μαντίνεια τετραχῇ X.HG 5.2.7, διῳκισμένοι κατὰ κώμας diseminados por aldeas D.19.81.
2 tard. separar, apartar διῴκισεν ὁ θεὸς τοὺς βίους Synes.Ep.41 p.65, c. ac. y gen. de separación τὰ ὁμόφωνα τῶν ἀλλογλώττων Ph.1.242, ἡ ἀφροσύνη ... τὴν ψυχὴν ... μακρὰν ὀρθοῦ λόγου διοικίζει Ph.1.685, cf. 512, en v. pas. διὰ τὴν ἀδικίαν διῳκίσθημεν ὑπὸ τοῦ θεοῦ Pl.Smp.193a.
II en v. med.
1 dispersarse, dividirse en c. prep. κατὰ κώμας X.HG 5.2.5, ἐκ μιᾶς πόλεως ... εἰς πολλάς Ammon.Diff.344.
2 separarse διῳκίσμεθα ... καὶ δύο πόλεις ἔχομεν, τὴν μὲν [μίαν] ὑπὸ πενίας ... ἀρχομένην, τὴν δ' ὑπὸ κόρου D.H.6.36
apartarse de alguien, c. gen. ταύτης (Ἱπποδαμείας) διῳκισμένους Luc.Charid.19, τῶν γονέων Ph.1.552, c. ἐκ y gen. ὅτ' ἐκ Κολλυτοῦ διῳκίζετο εἰς τὴν Φαίδρου οἰκίαν cuando se cambió del domicilio de Colito al de Fedro Lys.32.14.

French (Bailly abrégé)

f. att. διοικιῶ, ao. διῴκισα, pf. inus.
diviser en parties, en quartiers (une ville conquise).
Étymologie: διά, οἰκίζω.

German (Pape)

getrennt wohnen lassen, in gesonderte Wohnsitze führen, um das Gemeinwesen aufzuheben; von den Bürgern einer eroberten Stadt; τὴν Θηβαίων πόλιν Dem. 5.10, und A.; ἐκ τοῦ ἄστεος ἐλαανειν καὶ δ. Arist. Pol. 5.9; μαντινεῖς ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους Pol. 4.276, wie Xen. μαντίνεια διῳκίσθη τετραχῆ Hell. 5.2.7; κατὰ κώμας διῴκισε DS. 2.28; διῳκισμένοι κατὰ κώμας Dem. 19.81. Übh. = zerstreuen, Plat. Symp. 193a; trennen, Dion.Hal. 6.36. – Med., ausziehen, ἐκ Κολυττοῦ εἰς τὴν Φαίδρου οἰκίαν Lys. 32.14.

Russian (Dvoretsky)

διοικίζω:
1 расселять, селить врозь (κατὰ κώμας τινάς Dem., Diod.; τὸν ὄχλον ἐκ τοῦ ἄστεως ἀπελαύνειν καὶ δ. Arst.; τινὰς ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους Polyb.): διῳκίσθη ἡ Μαντίνεια τετραχῇ Xen. население Мантинеи было расселено по четырем областям;
2 med. переселяться, переезжать (ἐκ Κολλυτοῦ εἰς τὴν Φαίδρου οἰκίαν Lys.).

Greek (Liddell-Scott)

διοικίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ:-κάμνω τινὰς νὰ ζῶσι χωριστά, διασκορπίζω, δ. τὰς πόλεις, διασπείρω τοὺς κατοίκους αὐτῶν, Ἰσοκρ. 91 Α, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 11· καὶ μᾶλλον ἀνεπτυγμένως, τὴν Θηβαίων πόλιν διοικιεῖν κατὰ κώμας Δημ. 59. 15· δ. Μαντινεῖς ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους Πολύβ. 4. 27, 6. -Παθ., διῳκίσθη ἡ Μαντίνεια τετραχῆ Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 7· διῳκισμένοι κατὰ κώμας Δημ. 366. 27· ἀκολούθως γενικῶς, διασκορπίζομαι, διὰ τὴν ἀδικίαν διῳκίσθημεν ὑπὸ τοῦ θεοῦ Πλάτ. Συμπ. 193 Α· πρβλ. τὸ ἑπόμ.

Greek Monolingual

διοικίζω (Α) οικίζω
1. αναγκάζω κάποιους να ζουν χωριστά, διασκορπίζω, μετοικίζω
2. παθ. διασκορπίζομαι
3. μέσ. μετοικώὅταν ἐκ Κολλυτοῦ διῳκίζεται εἰς τὴν Φαίδρου οἰκίαν»)
4. μέσ. απομακρύνομαι, αποχωρίζομαι από κάποιον
5. (για πλούσιους και φτωχούς) έχω διαφορετικό τρόπο ζωής.

Greek Monotonic

διοικίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, κάνω κάποιους να ζουν χωριστά, διασκορπίζω, σε Δημ.— Παθ., σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ
to cause to live apart, Dem.: —Pass., Xen.