διωλύγιος

English (LSJ)

[ῠ], ον, immense, enormous, μήκη δ. Pl.Lg.890e; μακρὰ… καὶ δ. φλυαρία Id.Tht.162a (Sch. expl. both by περιβόητος and σκοτεινός); πράγματα Is.Fr.123; μακρὸς ὁ λόγος καὶ δ. Jul.Or.2.101d; κῦμα δ. Call.Fr.111; ἤπειρος A.R.4.1258; σκότος Dam.Isid.303; τιμαί Them.Or.11.146b; πνεῦμα δ., of a water-clock striking, perhaps far-sounding, AP7.641 (Antiphil.); loud, piercing, φθέγμα θρηνῶδες καὶ δ. Agath.1.12: neut. as adverb, δ. ἀνῴμωζον J.BJ7.6.4; δ. ἀνεβόησεν Charito 3.3, Lib.Decl.26.47. (Etym. unknown: expld. by ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα καὶ σφοδρόν, διατεταμένον, Hsch.; by μέγα καὶ ἐπὶ πολὺ διῆκον, Suid.)

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: graf. διολ- Hsch.
• Prosodia: [-ῠ-]
• Morfología: [fem. -ίη A.R.4.1258]
1 inmenso, enorme μήκη Pl.Lg.890e, πράγματα Is.Fr.123, μακρὸς ... ὁ λόγος καὶ δ. Iul.Or.3.101d, κῦμα Call.Fr.713, ἐρήμη πέζα διωλυγίης ... ἠπείροιο A.R.l.c., ἐκτάσεις Ph.1.247, σκότος Dam.Isid.303, τιμαί Them.Or.11.146b.
2 alto, agudo, chillón (ἀοιδαί) Pi.Fr.52r.5 (cj. ap. crít.), μακρὰ ... καὶ δ. φλυαρία Pl.Tht.162a, πνεῦμα διωλύγιον agudo pitido emitido por una clepsidra AP 7.641 (Antiphil.), φθέγμα θρηνῶδες καὶ διωλύγιον Agath.1.12.8
neutr. como adv. διωλύγιον de forma aguda o sonora ἀνεβόησεν Charito 3.3.15, Lib.Decl.26.47, ἐκώκυσε Ach.Tat.1.13.1, ἀνωλόλυξεν μέγα καὶ δ. Erot.Fr.Pap.Call.5, ἀνῳμώζων I.BI 7.202, κιθαρίζων Orph.A.408, cf. Hsch., Sud.
3 fig. pesado ὁ βαθὺς καὶ δ. ὕπνος Ph.1.680.
II διωλύγιον· eol. τὸ μὴ ἀπολλύμενον Phot.δ 683.
• Etimología: Dud.: ¿rel. ἠλύγη, q.u.? ¿etim. pop. por ὀλολυγή?

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne au loin ; p. ext. immense.
Étymologie: διά, ὀλολύζω.

Russian (Dvoretsky)

διωλύγιος: (ῠ)
1 издалека звучащий, далеко слышный (φλυαρία Plat.; πνεῦμα αὐλοῦ Anth.);
2 далеко простирающийся, огромный, безмерный (μήκη Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

διωλύγιος: -ον, ἑρμηνευόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα καὶ σφοδρόν, διατεταμένον, ὑπὸ δὲ τοῦ Σουΐδ. μέγα καὶ ἐπὶ πολὺ διῆκον· ‒ ἡ γενικὴ ἔννοια τοῦ ὑπερβολικοῦ, ἀπείρου, ὑπερμεγέθους, εἶναι ἡ μόνη ἀπαντῶσα παρὰ Πλάτ., μήκη διωλύγια Νόμ. 890Ε· μακρὰ… καὶ δ. φλυαρία Θεαιτ. 161D· συχνάκις οὕτω παρὰ Νεοπλατωνικοῖς, πρβλ. Ruhnk. Τιμ.· οὕτω καὶ, κῦμα δ., Καλλ. Ἀποσπ. 111· ἐν Ἀνθ. Π. 7. 641, πνεῦμα δ. (ἐπὶ τοῦ ἤχου τοῦ αὐλοῦ) ἴσως ἐκφράζει τὴν πρώτην ἔννοιαν ἣν δίδει ὁ Ἡσύχ., ἐπὶ πολὺ ἠχοῦν· οὕτω παρὰ Χαρίτωνι 3. 3, δ. ἀνεβόησεν. (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως εἶναι ἄγνωστος).

English (Slater)

διωλύγιος] διω]λυγιαις φυτευο[ (supp. Lobel dubitanter) Πα. 17a. 5.

Greek Monolingual

διωλύγιος, -ον (Α)
1. εκτεταμένος, υπερμεγέθης
2. (για ήχο) οξύς, διαπεραστικός.

Greek Monotonic

διωλύγιος: -α, -ον, υπερβολικός, υπερμεγέθης, άπειρος, απέραντος, σε Πλάτ. (άγν. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: uncertain (Pl. Tht. 162a, Lg. 890e); διωλύγιον acc. to H. = ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα, καὶ σφοδρόν, διατεταμένον; acc. to the sch. on Pl. = περιβόητος and σκοτεινός, i.e. connected with ὀλολυγή and ἠλύγη.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The places in Plato (διωλύγιος φλυαρία and. μήκη διωλύγια) are not clear.

Middle Liddell

adj
far-sounding, enormous, immense, Plat. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

διωλύγιος: {diōlúgios}
Meaning: Adj. unsicherer Bed. (Pl. Tht. 162a, Lg. 890e, hell. und spät); διωλύγιον nach H. = ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα, καὶ σφοδρόν, διατεταμένον; nach den Sch. zu Pl. = περιβόητος und σκοτεινός, mithin sowohl auf ὀλολυγή wie auf ἠλύγη bezogen.
Etymology: Die Beziehung auf ὀλολυγή überwiegt in späterer Literatur (etwa laut jammernd, weit tönend); die Platonstellen (διωλύγιος φλυαρία bzw. μήκη διωλύγια) sind nicht eindeutig.
Page 1,402