εκτενής

Greek Monolingual

-ες (AM ἐκτενής, -ές)
αυτός που απλώνεται σε έκταση, εκτεταμένοςεκτενής αγρός, οδός, μελέτη, λόγος, συζήτηση»)
αρχ.
1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή τάση να εκτείνεται προς άλλους ή άλλα, και επομ. μεταδοτικός, βοηθητικός, φιλικός
2. (για πρόσ.) αυτός που επεκτείνει την ενέργεια ή τη φροντίδα του, δραστήριος, επιμελής
3. (για πράξη) συνεχής, ακατάπαυστος, έντονος, επίμονος
4. αυτός που παρέχει ή παρέχεται εκτεταμένα, επομένως ο άφθονος («ἐκτενὲς γάλα»)
5. εκκλ. «ἐκτενὴς δέησις» ή απλώς μετά τα αναγνώσματα, υπέρ τών κτιτόρων και ευεργετών του ναού, του επισκόπου, τών ευσεβών χριστιανών κ.λπ.