εμφάνιση

Greek Monolingual

η (AM ἐμφάνισις)
νεοελλ.
1. παρουσίαση, προσκόμιση, προσαγωγήγραμμάτιο πληρωτέο επί τη εμφανίσει» — που πρέπει να εξοφληθεί μόλις το παρουσιάσει, το προσκομίσει κανείς)
2. φανέρωση, παρουσία, παρουσίαση
3. αρχική εκδήλωση, πρώτη φανέρωση
4. (για πρόσ.) η επίσημη προσέλευση και παρουσίαση κάποιου σε δημόσια συγκέντρωση
5. γεν. απροσδόκητη, αιφνίδια, απρόοπτη προσέλευση
6. (για πρόσ.) η συνολική εξωτερική εντύπωση, το παρουσιαστικό, το παράστημα («έχει εμφάνιση αλήτη»)
7. (για καταστάσεις, γεγονότα) πρώτη εμφάνιση ή εκδήλωση
8. (ως φωτογραφ. όρος) η παρουσίαση της εικόνας της αρνητικής πλάκας με χημικά μέσα
μσν.
(κυρ. για τεκμήρια) προσκόμιση στο δικαστήριο
αρχ.
1. έκθεση, παρουσίασηἐμφάνισις ψευδοῦς συλλογισμοῦ», Αριστοτ.)
2. ένδειξη, δείγμα
3. απόδειξη.