εναντίωση

Greek Monolingual

η (AM ἐναντίωσις)
αντίθεση, αντίσταση, διαφορά, αντίπραξη, ένσταση, διαφωνία
νεοελλ.
1. (νομ.) «δικαίωμα εναντιώσεως» — το δικαίωμα κάθε ενδιαφερομένου να προκαλεί τη ματαίωση της πραγματοποιήσεως ενός έννομου αποτελέσματος
2. ιατρ. «θεραπεία κατ' εναντίωση» — θεραπευτική μέθοδος με την οποία επιδιώκεται η θεραπεία μιας ασθένειας με πρόκληση άλλης
μσν.
1. αντίρρηση
2. (νομ.) προσβολή διαθήκης
αρχ.
1. αντίθεση γνώμης και φρονήματος, ασυμφωνία
2. αντίθετη διαγωγή
3. αντίθετη υπόσταση, ενέργεια ή εκδήλωση
4. (φιλοσ.) κατά τους Πυθαγόρειους μία από τις δέκα αντιθέσεις η οποία δέχεται τη σύσταση του κόσμου από στοιχεία αντίθετα μεταξύ τους.