ενδέχομαι

Greek Monolingual

(AM ἐνδέχομαι
Α και ιων. τ. ἐνδέκομαι)
1. απρόσ. ενδέχεται
είναι δυνατόν, δεν αποκλείεται («ενδέχεται να επιστρέψει»)
2. (μτχ. ενεστ.) ενδεχόμενος
αυτός που σύμφωνα με τη λογική μπορεί να συμβεί, πιθανός («ενδεχόμενη ζημιά»)
3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το ενδεχόμενο(ν)
πιθανότατα, αυτό που μπορεί να συμβεί («για κάθε ενδεχόμενο»)
αρχ.-μσν.
ταιριάζει, πρέπει
μσν.
1. μπορώ
2. είμαι υποχρεωμένος
αρχ.
1. αναλαμβάνω
2. αποδέχομαι, επιδοκιμάζω («ἐνδεξαμένου δέ τὸν λόγον καὶ ὁμολογήσαντος», Ηρόδ.)
3. δίνω πίστη σε κάποιον, πιστεύω
4. (για πράγμ.) επιτρέπω («ὅσων αἱ ἀρχαὶ μὴ ἐνδέχεται ἄλλως εἶναι», Αριστοτ.).