ενθάδε
Greek Monolingual
(AM ἐνθάδε)
επίρρ.
1. (για στάση σε τόπο) εδώ, σ' αυτόν τον τόπο (α. «ἅπαντες γὰρ ἐσμεν ἐνθάδε», ΚΔ
β. «ενθάδε κείται ο τάδε», επιγρ. τάφων)
2. (για κίνηση) προς αυτό εδώ το μέρος («φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθέ ἐνθάδε», ΚΔ)
αρχ.
1. σ' αυτόν εδώ τον κόσμο, σε αντιδιαστολή προς τον Άδη («γίγνεται αὐτοῖς ἡ ὠφέλεια καὶ ἐνθάδε καὶ ἐν Ἅιδου», Πλάτ.)
2. οι κάτοικοι αυτής της χώρας
3. (για καταστάσεις, περιστάσεις) σ' αυτό το σημείο, σε αυτόν τον βαθμό, σ' αυτή την περίσταση
4. (για χρόνο) τώρα, στο παρόν
5. φρ. οἱ ἐνθάδε
οι ζωντανοί (α. «ἐνθάδε λεώς» ή οἱ ἐνθάδε
ο λαός αυτού του τόπου)
β. τά ἐνθάδε
η κατάσταση τών πραγμάτων σε αυτό το σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ένθα + -δε].