εξαρτίζω

Greek Monolingual

(AM ἐξαρτίζω) αρτίζω
μσν.- νεοελλ.
εφοδιάζω κάτι και ειδικότερα πλοίο ή στόλο με όλα τα απαραίτητα εξαρτήματα, αρματώνω, εξοπλίζω
αρχ.
1. κάνω κάτι άρτιο, τέλειο, συμπληρώνω
2. παρασκευάζω, ετοιμάζω («ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῦ θεοῦ ἄνθρωπος, πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος», ΚΔ)
3. εφοδιάζω μηχανικό σύνολο με όλα τα απαραίτητα («μηχανή ἐξηρτισμένη πάσῃ ξυλικῇ καταρτείᾳ», πάπ.)
4. στολίζω, διακοσμώ («πέμψον ἡμῖν περὶ τῶν βιβλίων ᾖ ἐξήρτισας», πάπ.)
5. φρ. «ἐξαρτίζω ἡμέρας» — συμπληρώνω κάποιο χρονικό διάστημα, φθάνω στο τέλος του.